United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αθανάσιος Διάκος, υιός του περιφήμου αμαρτωλού Αθανασίου Γραμματικού, εγεννήθη τω 1792. Αλαμάνα. Η του Σπερχειού ποταμού γέφυρα, όπου απέθανεν ο Διάκος πολεμών. Όρος της Ευρυτανίας, όπου μετά την εν Βαλτετσίω μάχην ο Κολοκοτρώνης εφόνευσε υπέρ τους τριακόσιους Τούρκους, ως δεικνύει και το δημώδες άσμα του οποίου υποσημειώ την αρχήν.

Αλλ' από τεσσαράκοντα ετών δεν συνέπεσε ποτέ να είνε οι δύο με το αυτό κόμμα. Περί του κυρ-Χαράλαμπου υπήρχε παλαιόν δημώδες δίστιχον το εξής: Σκόρδα πράσα και ρεπάνια και ακόμα κάτι τι ο Νιανιός θα θυσιάση για να βλάλη βουλευτή.

Ιδούσα την απροσδόκητον σφαγήν, συνήθροισε την οικογένειάν της, και εκ των παραθύρων του πύργου εκράτησε διά πολλήν ώραν τον πόλεμον· συν τούτοις εφόνευσεν αρκετούς, και, ότε δεν υπήρχε πλέον ελπίς σωτήριος, έλαβεν έν κιβώτιον φυσεκίων, διέταξεν όλους να το πλησιάσωσι, και με μίαν δάδα ενεταφιάσθησαν εις τον κρότον και τον καπνόν. Τούτο δεικνύει και το ακόλουθον δημώδες άσμα.

Βαλαωρίτην και εις το υποσημειούμενον δημώδες άσμα. Τ' ακούσατε τί γίνηκετα Γιάννινατη λίμνη, Που πνίξανε τσ' αρχόντισες με την Κυρά Φροσύνη; Άλλη καμμιά δεν τώβαλε το λιαχουρί φουστάνι. Πρώτ' η Φροσύνη τώβαλε κ' εβγήκετο σεργιάνι. Δεν σ' τώλεγα Φροσύνη μου, κρύψε το δαχτυλίδι, Γιατ' αν το μάθ' ο Αλή-Πασσάς θε να σε φάη το φείδι; Αν ήστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω.

Συλληφθείς ζων, διά προδοσίας προσεφέρθησαν μετά του αδελφού του Γεωργίου εις τον πασάν της Ηπείρου και έλαβον παρ' αυτού ποινήν σκληροτάτην, την της κρεμάλας. Μεταφέρομεν τον αναγνώστην εις το ακόλουθον δημώδες ψαλλόμενον άσμα. Απόψε είδατον ύπνο μουτον ύπνο που κοιμώμουν Θολό ποτάμι πέρασα, θολό και ματωμένο. Κι' ουδέ 'πό πέρα διάβηκα κι' ουδέ 'πό 'δώθε βγήκα.

Ούτος ήτο και κατά την τελευταίαν νύκτα του Μεσολογγίου. Απέθανεν εν Ναυπάκτω υποστράτηγος τω 1841 επί Όθωνος. Το ακόλουθον δημώδες άσμα εξυμνεί την ανδρείαν αυτού, δι' ης ενέσπειρε τον φόβον εις άπαντας τους Αλβανούς.

Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον: Βαρύτερ' απ' τα σίδερα είνε τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα κ' εγώ για μιαν αγάπη πούχα. Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ' όλην την Εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε» και ητοιμάζετο ν' αποθάνη. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου.

Την πρωίαν εκείνην μ' εξύπνησεν ευτυχή σχεδόν ως σατράπην, τον οποίον χαιρετίζει λίαν πρωί η περιπαθής μουσική των αυλών και των εγχόρδων, η φωνή της μικράς γειτονοπούλας μου Ξενιάς, πενταετούς παιδίσκης, ψαλλούσης με παιδικήν δροσεράν φωνήν το δημώδες παλαιόν δίστιχον: Καράβι, καραβάκι, πού πας γυαλό-γυαλό, με κόκκινη παντιέρα και με χρυσό σταυρό.

Έλεγες ότι συνέζων διά να μισώνται, ότι η τύχη τους έβαλε συγκατοίκους της αυτής πόλεως διά να τρώγονται. Ο εκάστοτε ισχυρός της ημέρας, δήμαρχος ή βουλευτής ή όπως εκαλείτο, εφήρμοζε κατά πλάτος το δημώδες αξίωμα: «Τώνα παιδί, καλό παιδί· τάλλο δεν είχε μάννα». Ήτο προστάτης της οικογενείας, των οικείων, των φίλων, του κόμματος, όχι προστάτης της πόλεως.

Πάλι, καλά! Είτα με ψίθυρον φωνήν απήγγειλε το δημώδες: Με πανδρέψαν οι γονιοί μου χωρίς νάχουν τη βουλή μου... — Τότε γιατί φεύγεις απ' τον κυρ-Μοναχάκη; ηρώτησεν ο νέος αναφερομένος εις το επιφώνημα το οποίον υπήρξεν η κατακλείς του λόγου της. — Δεν του φεύγω, γυρίζω στην πατρίδα μου, πάω ναύρω τους γονείς μου ... Ανίσως ο μπάρμπα-Μοναχάκης έρθη στην πατρίδα να μ' εύρη, καλώς νάρθη!