United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την τελευταία την στιγμήν αν μετανοιώση, στον Ηρακλέα αν δεχτή να θυσιάση, το λόγο μου σου δίνω να τόνε συχωρέσω. Άλλο από τούτο να μπορέσω δεν γίνεται να κάνω. Θέλω να πεθάνω! Θέλω να πεθάνω!

Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι' άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι' αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάππα του. Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γείνει δεχτή απ' όλη τη συνοδεία. — Ναι, ναιακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους. — να ξυπνήσωμε το παιδί να τους κρίνη.

Γιατί, αλήθεια, πολύ πικρά λόγια είχεν ακούση ο κακόμοιρος ο ναύτης απ' όλους· δεξιά και αριστερά τον κακολογούσαν. Το μεγάλο όμως χτύπημα, το αποφασιστικό, του το έδωκαν η γυναίκα του και το παιδί του το ίδιο. Διωγμένος απ' αυτήν, θα έμενε στο δρόμο μέσα, αν δεν ήταν η αδερφή του να τονε δεχτή στο φτωχικό της.

Ανέβηκε δεν ανέβηκε στο δεσποτικό θρόνο ο Αθανάσιος, και λαβαίνει γράμμα από τον Ευσέβιο της Νικομήδειας που τον παρακινούσε να δεχτή τον Άρειο στη Μητρόπολή του. Ο Αθανάσιος όμως δεν πιάνουνταν εύκολα σε τέτοιες παγίδες.

Ο πιστός Κακαμπός είχε καταφέρει τον τούρκο πλοίαρχο, που θα μετέφερνε το σουλτάνο Αχμέτ στην Κωσταντινούπολη, να δεχτή στο καράβι τον Αγαθούλη και το Μαρτίνο. Κι' ο ένας κι' ο άλλος επιβιβαστήκανε, αφού πρώτα προσκυνήσανε την άθλια Μεγαλειότητά του. Ο Αγαθούλης, ενώ βαδίζανε προς το καράβι, έλεγε στο Μαρτίνο: — Να, ωστόσο, έξι ξεθρονισμένοι βασιλιάδες, με τους οποίους δειπνήσαμε!

Βασιληά, φώναξε η Ιζόλδη, φίλησε αυτόν τον άνθρωπο στο στόμα καθώς το υπεσχέθης. Ο Βασιληάς τον εφίλησε στο στόμα, και η βουή εγαλήνεψε. Τότε ο Τριστάνος έδειξε τη γλώσσα του δράκοντα και προεκάλεσε τον αυλάρχη να πολεμήσουν· μα εκείνος δεν ετόλμησε να δεχτή, και ωμολόγησε την ψευτιά του.

Εκείνος επρότεινε τους όρους του· θα κατεβή ναι, αν κατεβούν μαζί του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους. Αλλοιώς δε γένεται. Ο Αρχαιολόγος αναγκάστηκε να δεχτή. — Ας έρθουν, είπε· φτάνει να μην έχουν μαζί μου κουβέντες· δικό μου και δικό τους. Μονάχα ένα τραπέζιας το βάλουν στο νου τουςμονάχα ένα τραπέζι θα μας σμίγη... — Ας είνε κ' ένα τραπέζι· παραδέχτηκε ο Δημητράκης.

Τα δέντρα τα πυκνά του λόγκου ανάγυρα, οι λεμονιές κ' οι βυσινιές στους κήπους μέσα, κρατώντας πάνω στ' άπειρα κλωνιά τους και στα παγωμένα φύλλα τους γρούπους πυκνούς τα χιόνια τα στεγνά, εφάνταζαν πελώρια μπουκέτα με ονειρεμένους, σαν τα κρίνα κάτασπρους ανθούς, που χέρι θεϊκό αόρατο τα σκόρπισε κάτω στη γη· για να στολίση τους αμαρτωλούς τους κόρφους της, και να δεχτή την άγια και λεφκότερη από τα χιονάτα κρίνα αλήθεια του Θεού, που σε τέτοια βραδιά μέσα μαγικήν κι ονειροφάνταστη γενήθηκε στον κόσμον κάτω.

Τον παρακάλεσαν να δεχτή λίγα σκούδα. Τα παίρνει και κάνει να δώσει απόδειξη, αλλά κείνοι δεν το επιτρέπουν και κάθουνται στο τραπέζι. — Δεν αγαπάτε τρυφερά.....; — Ω! ναι, απάντησε, αγαπώ τρυφερά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Όχι, είπε ο ένας από τους κυρίους, σας ρωτούμε, αν αγαπάτε τρυφερά τον βασιλέα των Βουλγάρων. — Καθόλου, απάντησε κείνος, γιατί δεν τον είδα ποτέ!

Στην εκκλησιά κάθησε από την αρχή της λειτουργίας ως το τέλος, και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη για να πάρη αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο τ' άλλο το Χωριό και να πάγη γλήγορα στο σπήτι της, να δεχτή το παιδί της, που έρχονταν από την Ξενιτειά.