United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει, να γίνονται όλα μαζί και παράλληλα, γιατί είναι όλα σχετικά και στενά δεμένα. Και το ένα φέρνει το άλλο. ΦΥΣΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ. Φυσική διοίκηση στο Ρωμέικο από τότε που φανερώθηκε στον κόσμο, είναι η τοπική αυτοδιοίκηση.

Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη. Ας μπούμε· είναι ταβέρνα. Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι.

Κατάφερε και οικονόμησε δυο κουβάδες, τους γέμισε νερό, και ύστερα διάλεξεν ένα κατάλληλο μέρος κοντά στον εργάτη. Ο κληρωτός ακολουθούσε. — Δε μου λες, ξεύρεις να πλαίνεις; Ρώτησεν ο Ρένας., Αμ πού να μάθεις! Μήπως έπλαινες συ τα ρούχα σου σπίτι σου.,, Λοιπόν δω στο Ναυτικό πρέπει να φωνάζεις, να σπρώχνεις, να κάνεις τον άγριο· όχι να στέκεσαι με δεμένα τα χέρια.

Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.

ΜΙΚ. Δεν το νομίζω αυτό μόνον εγώ, Πυθαγόρα, αλλά και συ ο ίδιος όταν ήσουν Εύφορβος εστόλιζες τα μαλλιά σου με χρυσόν και άργυρον για να πηγαίνης να πολεμάς εναντίον των Αχαιών και πού; εις τον πόλεμον όπου είναι προτιμότερον να σιδηροφορή κανείς παρά να χρυσοφορή• όμως συ και τότε ενοούσες να έχης δεμένα με χρυσόν τα μαλλιά σου και να πηγαίνης εις τας μάχας.

Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους θόλους των και τα καμπαναρειά των . . — Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες; — Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον άνθρωπο που με σκλάβωσεχαρίζοντάς μου τη φαντασία.

Εκεί που αυτοί κουβέντιαζαν, ο Μιχάλης, δεμένα τα χέρια του πίσω, σεργιάνιζε τριγύρω στην εκκλησιά και κοίταζε τα πάμπολλα μνήματα, τις λιγωστές πλάκες, το βαθύ και τολόγεμο χωνευτήρι. Στάθηκε και λόγιαζε τα κιτρινιασμένα τα κόκκαλα, του καθενού μακαρίτη σε ξέχωρο σακκί τυλιγμένα, σακκί σάπιο και ξεπαραλυμένο εδώ και κει, με τα κόκκαλα μισοβγαλμένα από την κάθε του τρύπα. Λογής λογής κόκκαλα.

Μπορούσα να μείνω με δεμένα τα χέρια βλέποντας σ' αυτή την κατάστασι εκείνη που, αθώα, κινδύνευσε μολαταύτα να χάση τη ζωή της; Έφυγα μαζύ της στα δάση.

Κρητικόπουλο λεβέντικο κι αψηλόλιγνο, με τα χέρια δεμένα πιστάγκωνα και το σκοινί σε καρφί καλά κουμπωμένο, ακκουμπούσε στον τοίχο του χωραφιού ασκούφωτο, φορέματα ξεσκισμένα και χωματιασμένα, στήθια ξετραχηλισμένα, πόδια ξυπόλυτα.

Τα μαλλιά μπροστά αιγκλόν και πίσω δεμένα με φιόγκο ταφτά φέϊγ-μορτ πολύ χαμηλά, σαν κοριτσάκια δεκάξη χρονών. Η μια είχε και φασαμέν, η άλλη μια μύτη με μπιμπίκια.