United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' επειδή και η ζωή είναι γλυκεία, και ο άνθρωπος πάντοτε στοχάζεται κάθε τρόπον διά να την φυλάξη, εγώ εκείνην την ημέραν εσύναξα πάρα πολλά παλιούρια και άλλα αγκαθερά ξύλα και τα έκαμα διάφορα δεμάτια και τα έδεσα ολόγυρα εις το δένδρον από κάθε μέρος ανάμεσα εις τα κλωνάρια του· όταν ενύκτωσεν, εμβήκα μέσα εις εκείνο το παλιουρωτόν και αγκαθωτόν κλουβί από μίαν τρύπαν, που άφησα επιταυτού, την οποίαν έπειτα έφραξα με ένα δεμάτι παρόμοιον αγκαθωτόν· αυτό το κλουβί το εκατασκεύασα τόσον επιτήδειον και πυκνόν με τα αγκάθια από κάθε μέρος, που εγώ εις την μέσην με επιτήδειον τρόπον αναπαυόμουν, ώστε ήμουν ωσάν ένας σκαντζόχοιρος πάντοθεν περικυκλωμένος με τα κεντριά και ήτον σχεδόν αδύνατον να το τρυπήση ένα κοντάρι.

Κόπτοντες λοιπόν ξύλα εκ του Κιθαιρώνος έκαμναν προχείρους οικοδομάς από τα δύο μέρη του προχώματος κατασκευάζοντες τους τοίχους με δεμάτια το έν επί του άλλου διά να μη καταρρέη το χώμα πολύ. Έρριπτον δε εις το διάκενον ξύλα, λίθους, χώμα και κάθε άλλο συντελούν προς πλήρωσιν αυτού.

ΒΑΤΤΟΣ Κείνης εκεί, τα κόκκαλα της έχουν απομείνει. Μην τρέφεται σαν τζίτζικας με τη δροσιά μονάχα; ΚΟΡΥΔΩΝ Καθόλου· χόρτο μαλακό δεμάτια την ταΐζω· κι άλλοτε πάλι τη βοσκώ στις όχτες του Αισάρου κι άλλοτε στο βαθύσκιωτο Λάτυμνο τήνε φέρνω. ΒΑΤΤΟΣ Αδύνατος είνε κι αυτός ο κόκκινος ο ταύρος. Τέτοιος είθε να λάχαινε στο δήμο του Λαμπρέα στην Ήρα να τον σφάξουνε· τ' είνε κακός ο δήμος.

Κι' όσο κι' αν έσπρωχνε ο φονειάς το μυστικό το ξύλο Τόσο ο καπνός τον έπνιγε, τόσο θεριεύει η φλόγα. Διώχνει το γύφτο η αναλαμπή κι' ο κόσμος τρομασμένος Φεύγει το στόμα του στοιχειού. Ανάφτουν τα δεμάτια Πούσαν τριγύρω σωριαστά... Του ρουπακιού τα φύλλα Φωτοκαμμένα ρεύουνε... Κανένας δεν ξανοίγει Πούναι του Διάκου το κορμίαυτήν τη καταβόθρα.

Ακολούθησε βήμα βήμα τη γυναίκα, έβγαλε τον σκούφο για να τοποθετήσει με δύναμη το κομμάτι το ξύλο κάτω από την πόρτα και περίμενε πάλι με υπομονή να επιστρέψει η ντόνα Έστερ στο πηγάδι για νερό. «Δώστε, δώστε σ’ εμένα», είπε παίρνοντάς της τον κουβά από το χέρι και ενώ ανέβαζε το νερό κοίταζε μέσα στο πηγάδι, για να μην κοιτάζει κατά πρόσωπο την κυρά του, επειδή ντρεπόταν να της ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσε. «Ντόνα Έστερ, δεν βλέπω πια τα δεμάτια με τα καλάμια.

Κρίμα σ' αυτά τα γένεια σου που ανώφελα τα φέρνεις! Άκουσε και τι τραγουδούν στο θείο Λιτυέρση. Δήμητρα συ χιλιόκαρπη, τούτο μου το χωράφι κάνε το καλοδούλευτο και πολυκαρποφόρο. Σφίγγετε τα δεμάτια σας να μην τα 'δούν διαβάτες και πουν: εργάτες είν' αυτοί; κρίμα στο 'μεροδούλι. Ας βλέπουν πίσω οι θημωνιές ή στο βοριά ή στη δύση. Έτσι μονάχα θα μπορούν τα στάχυα να φουσκώνουν.

Κομίζοντες λοιπόν δεμάτια ξύλων τα έρριπτον εκ του ύψους του προχώματος πρώτον μεν εις το μεταξύ του τείχους και του προχώματος διάστημα· αφού δε τούτο εγέμισε ταχέως ένεκα των πολλών προς τούτο εργαζομένων χειρών, επεσώρευσαν και εις αυτήν την πόλιν, όσον μακράν ηδύναντο να φθάσουν εκ του ύψους, όπου ευρίσκοντο. Εμβαλόντες δε πυρ μετά θείου και πίσσης ανήψαν τα ξύλα.