United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως πενήντα πέντε χρονών άνθρωπος ο κυρ Μαυρουδής. Ανοιχτόκαρδος, πρόσχαρος. Τίποτις δεν τονε χολόσκανε, όλα στο χωρατό συνήθιζε και τα γύριζε. Αγκαλά και τι έννοιες τις είχε! Άλλο τίποτις αμπελοχώραφα και περιβόλια στον κάμπο, όμορφο σπίτι, ένα κοριτσάκι ακόμα πιο όμορφο ό,τι πατούσε τα δεκατρία, και τη γυναίκα του.

Ο μπάρμπα-Γιάννης ευχαριστημένος ότι δεν έχασε την ημέραν του ητοιμάζετο ν' απομακρυνθή δι' άλλης οδού, να μεταφέρη ασφαλώς οίκαδε τα δεκατρία δερματοτύρια. Αλλά την ιδίαν στιγμήν φθάνει με την βάρκαν του ο Μπάρμπ'-Αποστόλης ο Κρισοχέρης και του ζητεί μερίδιον από την λείαν. Ο μπάρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να του δώση από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τέσσαρα.

Της δε Εστίας και του Διός και της Αθηνάς και όστις θεός από τους άλλους είναι αρχηγός του σχετικού δωδεκατημορίου, να ιδρυθούν παντού ιερά. Πρώτον δε να κτισθούν κατοικίαι πλησίον αυτών των ιερών, όπου είναι υψηλότερον το μέρος, διά να είναι όσον το δυνατόν ασφαλής καταφυγή των φρουρών. Όλην δε την άλλην χώραν να την μοιράσουν εις τους τεχνίτας διαιρουμένους εις δεκατρία μέρη.

Μετρών τις δε ηδύνατο να εύρη ότι αι γυναίκες είχον κατασκευάσει το περισσότερον· διότι αι κόραι του δήμου των Λυδών πορνεύονται όλαι διά να συνάζωσι προίκας μέχρις ου υπανδρευθώσι, και υπανδρεύονται όταν και όπως θέλουσιν. Η δε περίμετρος του μνήματος είναι έξ στάδια και δύο πλέθρα, το δε πλάτος δεκατρία πλέθρα.

Οι δε Πελοποννήσιοι κατά μεν της πόλεως δεν ετόλμησαν να πλεύσουν μολονότι νικηταί· έχοντες όμως δεκατρία πλοία των Κερκυραίων απέπλευσαν εις την ήπειρον, εκ της οποίας είχον αναχωρήσει. Και μάλιστα ουδέ κατά την επομένην ετόλμησαν να επιτεθούν κατά της πόλεως, μολονότι εν αυτή επεκράτει ταραχή και μέγας φόβος και ο Βρασίδας συνεβούλευσεν, ως λέγεται, τον Αλκίδαν να πράξη τούτο.

Εν τη αυλή ταύτη του Ναού υπήρχον δεκατρία κιβώτια, όπου οι προσκυνηταί έρριπτον τας εισφοράς των, και οι ευπορώτεροι τούτων, έρριπτον χρυσόν, και άργυρον μετ' επιδείξεως. Ενώ ο Ιησούς εκάθητο εκεί το πλήθος των προσκυνητών εξηκολούθει να συρρέη. Υψώσας τους οφθαλμούς του είδε πτωχήν χήρα δειλώς ρίπτουσαν την μικράν εισφοράν της.

Οπόταν διαβαίνω εκείθεν και βλέπω το πεύκον, η καρδία μου σφίγγεται, ο δε ήχος του μου φαίνεται ωσάν να συλλαβίζη το όνομα του δυστυχούς Χρήστου. Δεκατρία έτη επέρασαν έκτοτε. Ήτο περί τα μέσα Αυγούστου. πρό τινων ημερών είχεν ακουσθή ότι εφάνη λύκος γύρω του χωρίου.

Περί την αυτήν δ' εποχήν ο Αλκιβιάδης με τα δεκατρία πλοία, τα οποία είχε, μετέβη από της Καύνου και της Φασήλιδος εις την Σάμον, αγγέλλων ότι είχεν αποτρέψει τον Φοινικικόν στόλον να έλθη και να ενωθή με τους Πελοποννησίους, και ότι κατέστησε τον Τισσαφέρνην πλειότερον ή πρότερον φίλον των Αθηναίων.

Ο τυφλός έμενε απαθής, ακίνητος πίσω από το πονεμένο του προσωπείο. Καθισμένοςδεν ξάπλωνε ποτέμε τα χέρια γύρω από τα γόνατα, με τα μεγάλα κίτρινα δόντια του να λάμπουν στην ανταύγεια της φωτιάς, με τα σκούρα του βλέφαρα χαμηλωμένα, συνέχιζε να διηγείται τις ιστορίες του. «Πρέπει να ξέρεις πως χρειάστηκαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια για να χτιστεί το σπίτι του Βασιλιά Σολομώντα.

Η κάμαρά του ήταν στο ισόγειο κ' είχε πάντα κατεβασμένα τα στόρια, από φόβο μην τον ιδούνε. Δεκατρία χρόνια πριν, όταν έκανε την κομψή του συλλογή φαϊάντζας και Μάρκου Αντωνίου, είχε πλαστογραφήσει τα ονόματα των κηδεμόνων του σ' ένα πληρεξούσιο, με το οποίο κατώρθωσε να πάρη αρκετό μέρος από τα χρήματα, που είχε κληρονομίσει από τη μητέρα του, και να κάνη το γάμο του.