United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δ' επλησίαζαν εις την οικίαν των, έσκυψε προς την μητέρα του και της είπε, προσπαθών να χαμηλώση την φωνήν του: — Αι, μα να το κατέχης ... ..εγώ θα πάρω το Πηγιό. — Δεν σου τα 'λεγα 'γώ; είπε γελών ο Σαϊτονικολής, όταν την επιούσαν έμαθε παρά της συζύγου του την εκμυστήρευση του Μανώλη. Αυτός ήρθε για να βρη το δαίμονά του, μα 'νε τυχερός κευρήκε άγγελο.

Εγώ δε και είδα δαίμονα εξερχόμενον κατά τοιούτον τρόπον, μαύρον και καπνώδη κατά το χρώμα. Δεν είνε παράδοξον, του είπα, ότι βλέπεις τα τοιαύτα, Ίων, αφού δύνασαι να βλέπης και τας ιδέας του Πλάτωνος, αίτινες δι' ημάς τους αμβλυωπούντας είνε πράγμα σκοτεινόν.

Καθ' όλον αυτό το διάστημα οι τρεις άλλοι άγνωστοι χωροφύλακες ίσταντο άφωνοι εγγύς της θύρας, βλέποντες μετά προσοχής και περιεργείας την άνω αυτής κρεμαμένην μεγάλην χαρτίνην εικόνα, παριστάνουσαν διά ζωηρών ερυθρών και μαύρων χρωμάτων τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, επτά ωχράς ψυχάς εχούσας εν τω μέσω επί της καρδίας ενθρονισμένον μαύρον βασιλικόν δαίμονα.

Πότε δε να γίνωνται και πόσαι ως προς τον αριθμόν, σχεδόν ίσως είναι ιδικόν μας έργον να νομοθετήσωμεν μερικά από αυτά. Λοιπόν τον αριθμόν ας λέγωμεν πρώτον. Δηλαδή, ας μην είναι διόλου ολιγώτεραι από τριακοσίας εξήντα πέντε, ούτως ώστε μία τουλάχιστον αρχή να κάμνη θυσίαν κάθε ημέραν εις ένα θεόν ή δαίμονα υπέρ της πόλεως και των πολιτών και των κτημάτων των.

Αλλά, καθώς οι παράξενοι αυτοί εμπόροι όλη την ημέρα έτρεχαν στα ευγενικά παιχνίδια, στο ζατρίκι, και στο τάβλι, και ξέρανε καλλίτερα να ρίχνουν τους κύβους παρά να μετράνε το σιτάρι, ο Τριστάνος φοβώτανε μη τους ανακαλύψουν, και δεν ήξερε πώς να κάνη. Λοιπόν, ένα πρωί, κατά τα ξημερώματα, άκουσε μια φωνή τόσο τρομερή που θάλεγε κανείς ότι ήταν η κραυγή κάποιου δαίμονα.

Σήμερα καθόμουνα στο μέρος, όπου προχθές κατεβήκατε από την άμαξα. — Αυτή εμίλησε για κάτι άλλογια να μη μιλήσω περισσότερο γι' αυτό πράμα. Αγαπημένε μου ; Είμαι χαμένος! Μπορεί να με κάμη ό,τι θέλει. 12 Δεκεμβρίου. «Αγαπητέ Γουλιέλμε, είμαι σε μια κατάσταση, που θα ήτανε και εκείνοι οι δυστυχείς για τους οποίους πιστεύουν πως εκυριεύθηκαν από το δαίμονα.

Ο Μάχτος δεν επανήλθεν εντελώς εις την κατάστασιν του εγρηγορότος. Εκοιμάτο εισέτι. Έκλεισεν αύθις τους οφθαλμούς. Το όνειρον μετεβλήθη. Ενεφανίσθη υπό άλλην μορφήν. Είδεν ο Μάχτος τον ξένον, τον κακόν εκείνον δαίμονα, ως τον ενόμιζεν. Είδεν αυτόν και τον πατέρα του, ως τους έβλεπεν εν τη πραγματικότητι προ ολίγων στιγμών. Ήσαν ομού εν τω ονείρω, ως ήσαν και καθ' ύπαρ προ μικρού, αλλ' ουχί μόνοι.

Αχτινοβολούσε όλος από χαρά και περηφάνεια. Τα χέρια του γροθοκοπούσαν τον αέρα, σα να πάλευε με αόρατο δαίμονα. — Υμνεί τη μητέρα του ή ρητορεύει; εψιθύρισε στ' αφτί του Γκενεβέζου ο Περαχώρας. — Είνε φυσικό του· αποκρίθηκε με τον ίδιον τρόπο εκείνος. Χρειάζεται, να σου ειπώ, λίγη ιλαρότητα. Το μυρολόγι της Ελπίδας μούσφιξε την καρδιά.

Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος δεν εκινείτο, και ίσως θα είξευρεν ότι δεν ηδύνατο ν' ανοιχθή η θύρα. Η Αϊμά στραφείσα, εύρε κατάραν τινά να εκφράση, και τω είπε·Δαίμονα! μ' επρόδωσες. — Εγώ; είπεν ο Γύφτος. — Εσύ. — Γιατί; — Η πόρτα δεν ανοίγει. — Και τι φταίω εγώ; . . — Μου είχες υποσχεθή . . ., ήρχισε να λέγη η Αϊμά, και ο λόγος της εκόπη.

Όταν τους εύρη κυλιομένους κατά γης και ερωτά πόθεν εισήλθαν εις το σώμα, ο μεν ασθενής σιωπά, αποκρίνεται δε ο δαίμων εις γλώσσαν Ελληνικήν ή βαρβαρικήν, κατά την πατρίδα του δαιμονίζομένου και λέγει πως και πόθεν εισήλθεν εις τον άνθρωπον• εκείνος δε δι' εξορκισμών ή, αν δεν εισακουσθή, δι' απειλών εκδιώκει τον δαίμονα.