United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κάτι χειρότερο· είναι κακογραμμένο, απάντησε εκείνος. Ήθελε να δίνη πρότυπο ύφους και ορισμό για την ηθική σε χώρα πουριτανών και ν' απαντήση ακόμα στην ερώτηση: — Ποια γνώμη έχεις εκφράσει για τον Θεό; — Είπα ότι ο κόσμος θα έπαιρνε γρήγορα τέλος, γιατί οι μισοί από τους ανθρώπους δεν πίστευαν πια σ' εκείνον κ' οι άλλοι μισοί δεν πίστευαν ακόμα σε μένα.

ΚΛΕΟΝΤ Αμπουσαχίμ όκι μποράφ, Ζουρτίνα, σαλαμαλέκι. Είναι κομπλιμέντα αυτά που μεταχειρίζονται στον τόπο του. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είμαι ταπεινότατος δούλος της τουρκικής υψηλότητός του. ΚΟΒΙΕΛ Καρίγγαρ καμπότο ούστιν μοράφ. ΚΛΕΟΝΤ Ούστιν γιόκ καταμαλέκι μπάσου μπάσε άλλα μοράν. ΚΟΒΙΕΛ Λέει: ο θεός να σας δίνη τη δύναμι των λεόντων και τη φρόνησι των φειδιών.

Ο Δάφνης τότε δεν έβοσκε τα γίδια, παρά μπασμένος στο δάσος έκοφτε χλωρά κλαδόφυλλα για νάχη να δίνη στα γίδια θροφή το χειμώνα· κ' έτσι βλέποντας από ψηλά το διαγούμισμα εκρύφτηκε μέσα στην κουφάλα του κορμού ξερής οξιάς.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Η πειό άσχημες θ' αρπάζουν τα πειό ώμορφα παιδιά, όταν φεύγουν απ'τα δείπνα, να περνάνε τη βραδειά. οι δε άσχημοι θα βάζουν στα δημόσια τα μέρη της πειό ώμορφες στο χέρι, και δεν θα μπορή γυναίκα μ' έναν ώμορφο να μείνη, στους ζαβούς και στους ασχήμους όταν πρώτα δεν το δίνη, ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ώστε τότε και ο μύτος ο τρανός του Λυσικράτη θα περνά με τους ωραίους και θα λέη πως είνε κάτι;

Έπειτα, τι να σας πω; Αν είμουν ποιητής, θα με κολάκεβε με το παραπάνω, αν μπορούσε κι ο μάγεράς μου να ξέρη τους στίχους μου απ' όξω. Δεν πρέπει ένας φρόνιμος άθρωπος να δίνη προσοχή σε τέτοιους χωρατάδες, μάλιστα μέσα σ' ένα σοφό Συνέδριο σαν το δικό σας. Όλα με τον καιρό μεταμορφώνουνται κ' η γλώσσα του μάγερα καταντά γλώσσα του Πλάτωνα ή του Σοφοκλή.

Κ' έφερνε κρυμένα κάτω από το φόρεμά της τα σημάδια της εγχείρησης και δεν της λείψανε ποτέ οι πόνοι, μόνο τους λησμονούσε βιάζοντας τον εαυτό της, για να δίνη τη χαρά της ζωής σε κείνους που αγαπούσε, στα παιδιά της και σε με. Θυμούμαι όμως πόσο νωρίς είδα εκείνο το κάτι, που για να λησμονηθή έγινε όλη η συζυγική ζωή μας μια πάλη ατέλειωτη.

Και τι να μας κάμη ένα πετεινάρι, θεια, είπεν ο Σταμάτης, που έχουμε κι' άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχά θέλω εγώ στο μερδικό μου . . . — Θα πάρω δύο απ' την Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνη, είπεν η Μαχώ. Ευθύς τώρα η γρηά Φαλκίτσα ήρχισε να διηγήται πώς και διατί ήλθε, μαζύ με τον εγγονόν της εις τοιαύτην ώραν.

Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν, ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν! — Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερατην 'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη! — Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος. — Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . . — Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις!

Ποιος νάναι άραγε αυτός ο άνθρωπος, λέγανε οι πέντε βασιλιάδες, που μπορεί να δίνη εκατό φορές περισσότερα από μας και τα δίνει; Μήπως ήσαστε και σεις βασιλιάς, κύριε; — Όχι, κύριοι, και δεν το επιθυμώ καθόλου!

Τα σύννεφα έτρεχαν επάνω στους βράχους και οι θάμνοι και τα δέντρα λύγιζαν από τον άνεμο, τρελά από την επιθυμία να ξεκολλήσουν από τη γη και να τ’ ακολουθήσουν. Βροντούσε ακόμα και όλα είχαν ένα μεγαλείο αναταραχής και αγωνίας. Ο Έφις αισθανόταν να τον παίρνει η δίνη σαν να ήταν ξερό φύλλο. Στάθηκαν πλάι σ’ έναν από τους σταυρούς που σημαδεύουν το δρόμο.