United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή μου η απάτη ωστόσο καταντάει Σε πράμμα που με θλίβει, φαρμακερά κεντάει· Ευτύς οπού γνωρίσω το λάθο μου, αρχινούν Τα διο μου μάτια βρύσες τα δάκρια ν' απολνούν, Με πλήθος θρήνους τότε και μ' αναστενασμούς, Με της ψυχής αγώνες, σκληρούς περιορισμούς, Τα άνθια παραγγέλω, πουλάκια και φυτά, Και όσα ν' απαντήσω, παρακαλώ κι αυτά· Μυρουδικά λουλούδια, λιβάδια δροσερά, Τη Χλόη μου αν ιδήτε εδώ καμμιά φορά, Τον πόνο μου να ειπήτε σ' αυτή και τους κλαϋμούς.. Αχ! όχι μη της πήτε, παρά χαιρετισμούς.

Πικρά σάλευσε όλος ο σωρός, γεροντικά και σβυσμένα, και φλογερά ματάκια πλημμύρισσαν στα δάκρια, αναφυλητά ακούστηκαν κ' η θλίψη άπλωσε βαρειά τα φτερά της, εκεί στην απαλή ήσυχη κώχη του γιαλιού.

Έτσι είπανε, κι' ο Πρίαμος φωνάζει την Ελένη «Πέρασε εδώθες, κόρη μου, και κάθησε κοντά μου να δεις τον πρώτονε άντρα σου, τους φίλους, τους δικούς σουτίποτα εσύ δε μούφταιξες, πάρα οι θεοί μου φταίνε που μούστειλαν τον πόλεμο και τα πολλά του δάκρια165 κι' εκείνο το θεόρατο για πες μου εκεί τον άντρα, πιος νάναι αφτός ο Δαναός, σφανταχτερός μεγάλος.

Άκουσε ο Πανάγος αμέσως την προσταγή. Έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, φίλησε το Βαγγέλιο, κατόπι το χέρι του Ιερέα, και τέλος γυρίζοντας κατά το Μιχάλη ανοίγει τα χέρια του και τον αγκαλιάζει και τονε φιλάει και τονε λούζει με τα δάκριά του, φωνάζοντας πως είνε αθώος, κι' ας το πιστέψουν όσοι πιστεύουνε Χριστό και Βαγγέλιο. Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι και δακριοπερεχυμένοι κάμποση ώρα.

Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι.! Πού είνε η μάννα μου να τα δη όλ' αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ' η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρια μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τάβλεπαν οι δικοί μου! Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν.

Από το κλάψιμό της το πολύ, από το πολύ παράπονό της, από τα τόσα δάκρια της, την έχει πιάσει μια νευρική ταραχή, τινάζεται απάνου στο κάθισμά της ξαφνικά, κοιτάζει γύρο της ολοένα κι όλο μου λέει πως φοβάται, πως πολύ φοβάται, κάτι αόριστο φοβάται που τριγυρίζει το σπίτι. Φαντάσματα λέει, στοιχειά, ξωτικά, δεν ξέρω και γω τι λέει. . . Πιστεύω, πως είναι από τη λύπη της.

Σε συλλογιούμουνα στο Πυργί κ' έχυνα δάκρια πικρά. Δεν μπορούσα, δεν ήθελα να πιστέψω πως ο Χάρος μια μέρα θα πη της αγάπης μας· Έλα, έλα, και δω θα τελειώσης! Δεν το πίστεβα πως ο κόσμος μια μέρα θα σε ξεχάση. Σήμερα πια δε φοβούμαι το Χάρο· η αγάπη μας δεν έχει τέλος κι ο κόσμος δε σε ξεχνά.

Πού καιρός για δάκρια; Πού καιρός για καλοσύνη; Ο καθένας δεν είχε άλλο στο νου του παρά το χαδεμένο του το εγώ. Καλοσύνη δεν ήξεραν οι μικροπολίτες, κ' ίσως για τούτο δεν είταν και τα βιβλία τους καλά.

Πρέπει να είταν ως τρία χρόνια πρι να ξενιτευτώ έρημος κι ορφανός, έξη μήνες πρι να πάγη και κείνος να τις βρη τις δυο μου ψυχούλες. Δεν αξίζει να σου τα ξαναλέγω. Τι να τη χαλνώ την καρδιά σου; Τι να τα γυρεύω τα δάκριά σου; Σώνουνε τα δικά μου· ζωής αλάκερης δάκρια. Φτάνουνε, δεν το θέλει η μακαρίτισσα να βασανίζουνται κ' οι άλλοι για κείνηνα, μήτε η Αννούλα μου δεν το θέλει. Μήτε ο γέρος.

Κι' η Νιόβη τότες πήρε να φάει πια, σαν κουράστηκε χύνε όλο χύνε δάκρια. 613 Έτσι έλα τώρα, γέρο μου, καιρός κι' εμείς να φάμε 618 μια στάλα· κι' έπειτα τον κλαις το γιο σου, σα γυρίσεις στο κάστρο μέσα, και πολλοί μαζί σου θαν τον κλάψουν620 Είπε, κι' απάνου ο γλήγορος σηκώνεται Αχιλέας και σφάζει αρνί λεφκόμαλλο.