United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.

Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται νάμπω αθώρητος, και θα κάμης καλά να με συνοδέψης. Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέλεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαρειά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρη στα φτερά του και να πετάξη δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περιστέρια στον ηλιακό.

Κι’ η Κόρη η πολυγύρευτη, γροικώντας τη φωνή του, Και το γλυκό τραγούδι του, που χύνονταν καθάριο, Σα βρύση γαργαρόνερη οε μαρμαρένια γούρνα, Πετιέται στο παράθυρο, σα διψασμένο αλάφι, Να ιδή τον νιον οπώρχονταν γυναίκα να την πάρη, Κι’ άμα τον είδε στου θεριού τη ράχη καβαλλάρη, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά, με τα λιοντάρια πίσω, Βγάζει την αρραβώνα της, την πολυγυρεμένη, Που χίλιοι την εγύρευαν και χίλιοι την ζητούσαν, Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλήν αγάπη, Και του τη ρίχνει από ψηλά με το δεξί της χέρι.

Μα καλοδέξου την εσύ και στρώσ' της τώρα δείπνο ως που σφυριά και σύνεργα ν' αφίσω εγώ στην άκρηΕίπε, κι' αλάργα απ' τη φωτιά τα φυσερά του βάζει, 410 και σήκωσε οχ το κούτσουρο το γιγαντένιο αμόνι, κι' όλα τα σύνεργα έπειτα που δούλεβε μαζέβει μες σε μια γούρνα ασημωτή.

Μείναντας έτσι μονάχος ο Παυλής άρχισε να κόβη γύρους στο περιβόλι. Βλέποντάς τον η μικρή αναπηδάει κι αυτή και τρέχει σιμά του. Κι αφορμή από τα χρυσοκόκκινα τα ψάρια που κολυμπούσανε στου σαντριβανιού την ολοστρόγγυλη γούρνα, άρχισαν κι αυτοί τα λόγια, πρώτα λίγα λίγα και κοντουλά, κατόπι σαν πιώτερα, ώσπου ξεθάρρεψαν και γελούσαν κιόλας απάνω στην ομιλία.

Στην μια γωνιά της αυλής ήταν μια πλατφόρμα, όπου υπήρχε ένας κεχριμπαρένιος θρόνος υποστηριζόμενος από τέσσερις εβένινες κολόνες, στολισμένες με μαργαριτάρια και διαμάντια. Στην μέση της αυλής έστεκε μια μαρμάρινη γούρνα που γέμιζε με νερό από το στόμα ενός χρυσού λιονταριού.