United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.

Εκεί τον Κράχτη, τ' Ακουστού το γιο, ο λαμπρός ο Αίας τρυπάει στα στήθια ενώφερνε φωτιά για το καράβι· 420 κι' έπεσε αχώντας, κι' ο δαβλός του γλύστρησε απ' τα χέρια.

Μάζεψε το αρμίδι του, έβαλε τη λαγουδέρα στο τιμόνι, πήρε το αγκουρέτο μες στη βάρκα, ζύγωσε τη βάρκα στη σκάλα κι' άρχισε να λύνη το μεγάλο κόκκινο πανί. Οι βιολιτζήδες πήδησαν μες στη βάρκα. — Άλα, γέρο! Πήρε να φρεσκάρη. Αβάρα να φεύγουμε... Το πανί φούσκωσε λασκάδο. Η φελούκα γλύστρησε επάνω στα βραδυνά νερά.

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.

Ξάπλωσε, ξάπλωσε πυκνή πυκνή, κατάχοντρη. Τάχασα. Τόρα, γυναίκα; της κάνω. Αυτή γελούσε. Κάνω να δω για το σταλήκι στο πλάι, πουθενά σταλήκι. Απάνω στην αφηρεμάρα μας, κάπου γλύστρησε και πάει. Κοιτάζω καλά. Κατάμπροστα αντάρα, πίσω καταχνιά, απανωθιό μου αντάρα.. Αρχίζω τα βλαστήμια. Κατέβασα Χριστούς και Παναγίες. Αρχίζει κ' ένα κρύο ψηλό, ψηλό και τσουχτερό.

Τότε μια αχτίδα, που γλύστρησε ανάμεσα από τα φύλλα, έπεσε απάνω στα δάκρυα της όμορφης βασίλισσας, και τα δάκρυά της άστραψαν σαν διαμαντόπετρες. — Εγώ είμαι η ψυχή της βασιλοπούλας, είπε η αχτίδα. Και τα δάκρυα της όμορφης βασίλισσας στέγνωσαν στα ματόκλαδά της, και τα χείλια της χαμογέλασαν πρώτη φορά μέσα στο μεγάλο περιβόλι.

Παραμέρισε όμως ο Τριστάνος, ξεφεύγοντας την επίθεσι, και σηκώνοντας το χέρι, χτύπησε βαρειά τη λάμα του στην περικεφαλαία του Ριόλ: την εβούλιαξε από πάνω και της έρριξε κάτω την προσωπίδα. Το κοντάρι γλύστρησε από τον ώμο του ιππότη στα πλευρά του αλόγου, το οποίο κλονίστηκε κ' έπεσε χάμω. Ο Ριόλ κατώρθωσε να ξεγλυστρήση και σηκώθηκε πάλι όρθιος.

Γιε μου, καλά έχουνε πη: «η τρέλλα δεν είναι αντρεία». Περίμενε λίγο! .. .» Όταν πήδησε ο Τριστάνος από το γκρεμό, ένας φτωχός άνθρωπος του λαού τον είδε να σηκώνεται και να φεύγη. Έτρεξε στο Τινταγκέλ και γλύστρησε ως το δωμάτιο της Ιζόλδης. — Βασίλισσα, πάψε πεια τα κλάμματα. Ο φίλος σου ξέφυγε. — Δόξα τω θεώ, είπε η Ιζόλδη.

Θυμήσου τον ερημίτη Ογκρίν και τους όρκους που κάναμε. Σώπαινε, ο θάνατος μας τριγυρίζει. Τι με νοιάζει ο θάνατος; Με φωνάζεις, με θέλεις, έρχομαιΓλύστρησε από τα μπράτσα του Βασιληά κ' έρριξε στ' ολόγυμνο σχεδόν κορμί της ένα μαντύα με γουναρικό. Έπρεπε να περάση τη γειτονική αίθουσα όπου κάθε νύχτα δέκα ιππότες αγρυπνούσαν με τη σειρά τους.

Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύστρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεββάτι. Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα.