United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο Μποέμ πάσκισε ναπομιμηθή και το ύφος της κουβέντας. Και σ' αφτό δεν πέτυχε, γιατί δεν μπήκε στο νόημα. Σαν έρχεται κανείς για ιντερβιού, τυχαίνει συχνά ή να του πης ένα λόγο, για να τον αποσώση εκείνος, όταν τα στρώση με την ησυχία του στο χαρτί για τον τύπο, ή να πης και δυο φορές ένα πράμαγια να το νοιώση καλήτερα. Ο Μποέμ, σαν του τάλεγα δυο φορές, τάβαζε δυο φορές κι αφτός.

Από αρρώστεια σε αρρώστεια. Γιατρούς και γιατρικά. Αρρώστησε και το κορίτσι μου το Σεραϊνώ, Θεός σχωρέσ' την! Μας έπνιξαν τα έξοδα ενάμισυ χρόνο. Κάποιος μου είπε να σηκώσω από τον Γερο-Τρακοσάρη. Ο καλός ο Τρακοσάρης κάνει ευκολίες. Πήγα κ' εγώ στον Γερο-Τρακοσάρη. «Παιδί μου Νικόλα, να σου κάνω την ευκολία σου, μου είπε, γιατί σε λυπούμαι Για σένα τα κάνω, γιατί είσαι φαμελιάρης. Δεν έχω κ' εγώ.

Για να μάθη την αλήθεια πρέπει να φαντασθή χίλιες δυο ψευτιές. Γιατί τι είναι η αλήθεια; Σε ζητήματα θρησκευτικά είναι απλώς το δόγμα που επιζή. Στα επιστημονικά θέματα είναι η τελική αντίληψη. Στα καλλιτεχνικά πράγματα η τελευταία ψυχική διάθεση του καθενός. Βλέπεις τώρα, Ερνέστε, ότι ο κριτικός έχει στη διάθεσή του τόσες αντικειμενικές μορφές εκφράσεως όσες και ο καλλιτέχνης.

Σταθήτ' αυτού, γιατί σας δένει το μάγευμα. — Γονζάλε, άγιε και τιμημένε, τα μάτια μου, άμα εχαρήκαν τα δικά σου, χύνουνε δάκρυα φιλικά. — Το μάγευμα διαλύεται γλήγορα και όπως η αυγή παίρνει της νύκτας σκορπίζοντας το σκότος, ομοίως τα λογικά τους γλυκοχαράζοντας ολοένα διώχνουν την τυφλή καταχνιά, που περισκεπάζει τον φωτεινότερο νου τους. — Ω αγαθέ Γονζάλε, ο αληθινός λυτρωτής μου, και ο άδολος φίλος εκείνου, που συνοδεύεις, θα πλερώσω τες ευεργεσίες του περισσά, και με τα λόγια και με τα έργα.

Του άξιζε του κυρ Γιάγκου, αλήθεια, γιατί είνε καλός άνθρωπος και καλός πατριώτης. Αι! 'ς της άλλαις εκλογαίς θα τον έχωμε πρώτο σύμβουλο, χωρίς άλλο. Ευχαριστούμεν, απαντά δειλώς η κυρία Πηνελόπη, πτοουμένη σχεδόν την προστατευτικήν εκείνην οικειότητα της φράσεως, και προσθέτει αμέσως·Τι αγαπάτε; τον Γιάγκο θέλετε; δεν ήλθ' ακόμη.

Γιατί νομίζουν οι πολλοί, πως κάθε τι δεν πρέπει, Με δίχως κάνα σκέπασμα καθένας να το βλέπει, Εγώ πολύ παλιότερο και γεροντότερόν σου, Με τα στολίδια, που φορώ, φαντάζω νιότερό σου. Και ντιούμαι πάντα λογιαστά, και πάντα συχναλλάζω, Και πάσα ημέρα αλλιότικο, καινούρια νιάτα βγάζω. Τα όξω ορέγεται καλά, σ' εκείνα προσκολλιέται, Τα μέσα δεν παρατηράει ο κόσμος, κι' ας γελιέται.

Έπειτα κατέβηκε στην κουζίνα και ηύρε λίγη κανέλλα μέσα σ' ένα κουτί τενεκεδένιο που ήτανε διάφορα μπαχαρικά και της έβρασ’ ένα φλυτζάνι με λίγο πιπεράκι και της τόδωσε να πιή για να στυλώση την καρδιά της. Από τέτοια δα άλλο τίποτα η Κυρία Ευρυδίκη του κάκου δεν ήτονε μαμμή ξεσκολισμένη. Κ'έπειτα ξανάρχισε απ'άλλη μεριά τώρα. Της φάνηκε περίεργο γιατί να λείπη απ’ το σπίτι το κορίτσι.

Γιατί μαθές στη Σκιάθο; Χαθήκανε τα κορίτσια στη Σκόπελο; — Δεν έχομε μαθές, Μοναχάκη, κορίτσια στο Σκόπελο; Οι Σκιαθίτισσες πλιο σου πήρανε την καρδιά σου; Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Καλό και άξιο το Σκόπελο και τα κορίτσια του. Μα το ταίρι που θέλει ο Μοναχάκης δε βρίσκεται στο Σκόπελο. Σα βγήκε στη Σκιάθο ο Μοναχάκης, η καρδιά του λαχτάρησε.

Κ’ ύστερ' από μιαν ώρα ακόμα θυμούμασταν τη μορφή και τα λόγια του Μπάρτζου και γελάγαμε. — Γιατί παραξενεύεστε; λέει ο Γκιτρίμης, πόσ' είνε τέτοι' έδ' απάν'! — Μπορεί νάνε, μα όχι τόσο σαν τούτον λέει ο Αρβανίτης. — Και χειρότερ' ακόμα, ξαναλέει ο Γκιτρίμης. Πού να εδήτε τον Κώστα Θόδωρο, εδώ δα, στην Ποσβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως μου μολόγησαν. Είν' ενενήντα χρονών άνθρωπος.

Το Βαγγελιό του διπλοπαράγγειλε, γιατί γνώριζε τη ψυχή μου και καταλάβαινε ότι θα γινόμουνα δυστυχής όταν θα μάθαινα πως η μητέρα μου ήτον άδικη και κακή. Ο χωριάτης όμως από μοχθηρία, ασυνείδητη ίσως, μου 'πε τα όσα γίνηκαν. Και με τέτοια μορφή κακίας μου παρουσίασαν την μητέρα μου, που γύρισα πέρα το πρόσωπο.