United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ζήτημα είναι, όχι γιατί ν' ασκημίζη τη γειτονιά του ένας Χαφούσης, και να του κάνη και τον Αφέντη, μόνο πώς να τονε χαντακώση στο χρέος αυτόν τον Αφέντη, και να μαζεύη κατόπι τους τόκους. Και τόκους, — ένα αλάκερο χωράφι τα εκατό! Αμέτρητα τέτοια χωράφια του έχει αρπαγμένα. Όλα με φουντωτές και καρποφόρες ελιές τάχει στολισμένα.

Ο γέρο Βασίλης τότε φωνάζει και μας λέει να σταθούμε. Σταθήκαμε μια στιγμή. Σταμάτησε ο σεισμός. Κάμαμε το σταυρό μας. — Τώρα τρέχατε, κ' ίσια στο περιβόλι, μας λέει ο γέρος τρομασμένα και βιαστικά. Μπαίνουμε στο σπίτι, κατεβαίνουμε τη σκάλα, ερχούμαστε στην πισόπορτα, και βγαίνουμ' έξω. Τι φωνές, τι τσιριχτά σ' όλη τη γειτονιά!

Πρώτην φοράν ύστερ' από τόσα χρόνια, η γειτονιά την είδε ν' ασβεστόνη το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της, με την αυλίτσα την συμμαζευτή, με μια μυγδαλιά καταμεσής, επάνω, εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονίας, σαν ντάμπια καλοσυγυρισμένη, το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της. Αποκάτω απλόνετο το λιμανάκι του νησιού, γαλάζο, καταγάλαζο. Η βάρκαις εμπαινόβγαιναν με τα κάτασπρα πανάκια των.

Καθόντουσαν τότε με τη θεια της στο Μεταξουργείο κι ο Νίκος έτυχε να περνάη μια μέρα με κάτι φίλους πούχαν τα σπίτια τους στη γειτονιά κ' είδε τη Βεργινία στην πόρτα. Από τότες περνούσε καθεμέρα κ’ «επιμόνως» κι αυτή τον καλοκύτταζε γιατί τα μάτια του της είχαν κάνει μάγια.

Έξοχος όχι μονάχα αρχιτέχτονας, μα και μηχανικός και μαθηματικός. Δηγούνται μάλιστα μερικά περίεργα μηχανικά του παιχνίδια, καθώς όταν τον πείραζε κάποιος του γείτονας με φωνές απάνω από την κατοικία του, κ' έκαμε τεχνητό σεισμό μ' ατμό για τον τρομάξη και να γλυτώση από τη γειτονιά του.

Βλέπει τη γρηούλα. — Τι κάνεις, γιαγιά; την αρωτάΞεκουράζομαι κόρη μου, μουρμουρίζ' η γρηά. — Και πού πας; — Στ' αγγονάκια μου, στην άλλη γειτονιά, είδια τον ήλιο, γιορτή, ας πάω, είπα, να τα διώ σήμερα . . . ποιος ξέρει . . . — Έχεις ακόμα δρόμο· πώς θα πας; — Θα πάω, κόρη μου, ο Θεός . . . Κάτι εκρατούσε στην ποδιά της από κάτω η κοπέλλα. — Κάμε μου τη χάρι, γιαγιά, να πάρης αυτά για τ' αγγονάκια σου.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα. Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο.

Μήπως έμεινε ψυχή γεννητή στο σπίτι απ' όλη τη γειτονιά! Οι κόττες μοναχά κ' οι γάττες. . .» Και πού να τόξερε όποιος την άκουγε πως θα πήγαινε το βράδυ μασκέ ατσιγγάνα στην Κασταλία! Η Βεργινία πολλές σχέσεις με τις γειτόνισσες δεν είχε και στο πόδι που ήτον ακόμα.

Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθη κανένας και με γλυτώση, μα φοβήθηκα μην τύχη κ' είταν κοντά και τρέξη ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια 'ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.

Εκείνο που κάπως αξίζει για τα μας είναι να δούμε τι λογής άνθρωποι είταν οι Ούννοι, που από τον τρίτο αιώνα αρχινούσε και βούηζε τόνομά τους στη γειτονιά της Ευρώπης. Σωστοί αγριάνθρωποι, και κάπως παρόμοιοι με τους Κόκκινους Ιντούς της Αμερικής. Γεννημένοι, μπορεί να πης, απάνω στάλογο· σκληρόκαρδοι, φοβεροί, θεριά μονάχα.