United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γυρνούνε από τα έργα τους η λυγερές, γυρνούνε Με τα ζαλίκια αχ' τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ' το πλύμα, Με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω· Και 'ςόποιο δέντρο κι' αν σταθούν, 'ς όποιο κοντρί ακουμπήσουν. Εις το μουρμούρι του κλαριού, εις την θωριά του βράχου Γλυκόν γλυκό και πρόσχαρον χαιρετισμό ξανοίγουν: — «Γεια και χαράτον κόσμο μας, 'ς τον ώμορφό μας κόσμο

Είντα με γνοιάζει μένα; Ας πάρη όποια θέλει, με γεια του με χαρά του, μα τη θυγατέρα μου να μην τήνε πειράζη. — Δε θα τηνε ξαναπειράξη. Και μένα δε μ' αρέσουνε αυτές η κουζουλάδες και θα του μαζόξω τα χαλινάρια. — Καλά θα κάμης, γιατί δε θα του βγη σε καλό. Την εσπέραν ο Σαϊτονικολής μετέβη εις το σπίτι του με την απόφασιν να επιπλήξη πολύ αυστηρώς τον Μανώλην.

Ήτο εύθυμος και αγαθός, διό και κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς το σάλπισμά του είχε κάτι τι από την παιδικήν του ευθυμίαν και από το αιώνιον μειδίαμα των λευκών του οδόντων. — Γεια σου, Αράπη! του εφώναζαν εις έκαστον σάλπισμα από τα τείχη της μονής. Τινές δε και του απηύθυνον αστεϊσμούς: — Δεν πας να νιφθής, μωρέ; Από την μπαρούτη έχεις γίνει σαν αράπης.

Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις, κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα, και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· «Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, 400 ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν· γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω, η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης405

Αμέσως ο Δρύαντας εξέχασε το κρέας και το σκυλί· κι αφού εφώναξε δυνατά «γεια σου παιδί μουτον αγκάλιαζε και τον εφιλούσε και τον έμπαζε μέσα κρατώντας τον από το χέρι. Παρολίγο λοιπόν η Χλόη κι ο Δάφνης άμα ιδωθήκανε να πέσουνε χάμω· σαν μπόρεσαν όμως να μείνουν ορθοί εχαιρετήθηκαν και γλυκοφιληθήκανε· κι αυτό τους έγινε στήριγμα για να μη πέσουν.

Κ' η σκούνα παρέρχεται προ της πόλεως σκιρτώσα, χορεύουσα, εύμορφη, στιλάδο σκαρί, με τα πανιά κάτασπρα, με τα σινιάλα φαιδρά· και αποχαιρετίζει απαντώσα εις τους χαιρετισμούς της νήσου. Τρομπονισμός βοΐζει βαρύς απ' αυτής, ου ο υπόκωφος τρόμπος εν τρόμω κυλίεται επάνω εις την γαλανήν επιφάνειαν της θαλάσσης, ως να μιλή η εύμορφος σκούνα: — Έχετε γεια! Δροσερός φυσά ο μπάτης ο πρωινός.

Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι. Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του...

Θυμάσαι, δόξα νάχη ο Θεός, Μυλόρδε μου, τότες που σε περνούσα από τον Ασκυφό, σαν αφήσαμε το Πρόσνερο και τραβήξαμε κατά το Κράπι κι από κείθε πήραμε τα στενά τω Σφακιών, εκείνα δα με τους πρίνους και με τα γυμνά τα βουνά κι από τις δυο τις πλευρές. — Και δεν τα θυμούμαι τα κόκκαλα τασπρισμένα στη χαράδρα μέσα; — Γεια σου! Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε ναρχίσουμε την ιστορία μας πρι να τη φέρουμε δω.

Την στιγμήν εκείνην του ήρχετο εις την μνήμην έν άσμα επτανησίου ποιητού, το οποίον έπαιξε τόσον μέρος το πάλαι εις όλους τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου: «Ξύπνα γλυκεία μ' αγάπη...», κ' ενθυμείτο το δίστιχον: «Μόνον τ' αχνό φεγγάρι...», ως και το άλλο: Έχετε γεια, λαγκάδια, βρυσούλαις, κρύα νερά, γλυκειαίς αυγαίς, πουλάκια, για πάντα έχετε γεια!

Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως, και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του, και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.