United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβησα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της Ρουσσίας, κι' εκεί ζούσα, σαν έρημος, που είμουν, χωρίς να με ξέρη κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η Στέψη του Αυτοκράτορα της Ρουσσίας, κι' έτρεξαν από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης.

Η καμπάνες ολοένα δε σταμάταγαν. Τα πλήθη όσο ψηλότερ' ανέβαιναν τόσο συμπυκνώνονταν, κι αγάλια αγάλια οι κορφινοί του χωριού δρόμοι ώμοιαζαν σκοταδερές ρεμματιές και λαγκάδια δασιά, τόσο μαυρολογούσαν. Κι ο θρος, οπ' ακούγονταν στα χαμηλώματα, στα καλτερίμια και στα χαλίκια από τα πατήματα των λιγοστών διαβατών, σιγά σιγά γένονταν τον ανήφορο σάλαγος, κι από σάλαγο πλιο ψηλά χλαλοή.

Αν πάρης τα φλωριά δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης τη συμβουλή δε θα πάρης τα φλωριά. Διάλεξε ένα από τα δύο. Αυτός μ' όλη την επιθυμία, πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του, και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν εφτά χρόνια ακέρια, θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή του πατρός του, και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά.

Όσο ξακολουθούσε το γιόμισμα των βουτσελλών, γένονταν στον ανήφορο μια γραμμή από φορτωμένες γυναίκες βουτσέλλες με νερό. Ανηφορούσαν αργά-αργά τον δρόμο, που βγαίνει στο Μικρό-Χωριό. Υστερνή είταν η μικρομάνα εκείνη, πούχε να διαβάση τα σκουτιά του παιδιού της.

Η Βασίλαινα για μια στιγμή τάχασε από τη χαρά της, άμα άκουσε το χαρμόσινο άγγελμα.. ύστερα από λίγο συνήρθε, έτρεξε στην κασσέλλα της, την άνοιξε, έκοψε ένα μικρό φλωρί από την τραχηλιά της, το έδωκε του σχαρηκιάρη, κι' ενώ το σπίτι γένονταν άνω κάτω από τη χαρά, και μικροί-μεγάλοι έτρεχαν τον κατήφορο να δεχτούν τον Ξενιτεμένο, αυτή ξεκρέμασε το ντουφέκι και τες παλάσκες από τον τοίχο και τράβησε κατά το νεκροταφείο, στο μνήμα της δόλιας της Μάννας, κι' εκεί απάνω έρριξε τρία ντουφέκια στην αράδα «μπαμμμπαμμ!» «μπαμμκι' ύστερα φώναξε με όλη τη δύναμη της: — «Μάνναααα! ήρθ' ο Βασίλ'ς

Η φιλονικία κατάληξε στα χέρια, και μέσα στο μαλλοτράγμα, κάποιος είπε με πόνον καρδιακό: — Ε! και να ξεφύτρωνες, θεέ μου, τον κριτή μας, τον κυρ-Χρήστο, εδώ πέρα, από καμμιά μεριά, πως θάφευγε ο τρισκατάρατος από τη μέση μας, και πως θα γένονταν όλα μέλι γάλαΑχ' πούθε να είταν καημένε, είπε ένας άλλος τους, σε μια στιγμή θα ειρήνευαν τα πάντα. — Μούρθε μια ιδέαείπε ένας άλλος....

Αυτός πάλι μ' όλη την επιθυμία, πούχε να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληρορώτερο στον τόπο του, και στο σπίτι του και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν δέκα τέσσερα ακέρια χρόνια, θυμήθηκε πάλι την ίδια συμβουλή του πατρός του και προτίμησε τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά.

Αυτός παλιμάτα, μ' όλη την επιθυμία πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν είκοσι ακέρια χρόνια, θυμήθηκε ματαπάλι την συμβουλή του πατρός του και προτίμησε παλιμάτα τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά, και κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει: «&Τη δουλειά που θέλεις να κάνης θυμωμένος, άφησε τη γι' αύριο&».

Ακρογιαλιές πανέμορφες, νησιά χαριτωμένα, Κι’ απάνω στον νερόκαμπο να ουριοταξειδεύουν Κάθε λογής πλεούμενα, κάθε λογής καράβια.... Άλλα να τρέχουν με φωτιά, κι’ άλλα με τον αγέρα, Να ξαπετούν απάνω τους οι πεινασμένοι γλάροι Και δίπλα στες ακρογιαλιές τα κύματα να σπάζουν Από την ακροθαλασσιά, κι’ ως μες στα ριζοβούνια Κένταγε κάμπο διάπλατο, λουλουδιασμένον κάμπο, Μ’ αμέτρητα άνθια κι’ εύοσμα, μ’ αρίφνητα λουλούδια Που πιάνονταν τα χρώματα και γένονταν κομμάτια Το άσπρο με το πράσινο, το κίτρινο με τ’ άσπρο, Το θαλασσί με το σταχτί, το κόκκινο με όλα Κι’ οι παπαρούνες, χαρωπές, στα κόκκινα ντυμένες, Απλόνονταν περίφανες στ’ απέραντα λειβάδια, Σα να είτανε βασίλισσες του μυρωμένου κάμπου.