United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και παρακάτω ηύραν άλλα πάλι κιτρινολούλουδα που φέγγανε σαν άστρα μες τα χόρτα. . κι απ' αυτά έκοβαν, έκοβαν και γέμιζαν τις αγκαλιές τους και τάστρα έγερναν απάνω στα στήθη τους για να τα φωτίσουν.

Μα αποφάσισαν να υπακούσουνε στους θεούς για κείνους που σώθηκαν με τη φροντίδα των θεών. Άνοιξης ήταν αρχή κι' όλα τ' άνθη λουλούδιζαν στα δάση, στα λειβάδια, στα βουνά. Τώρα άρχιζε το βουητό της μέλισσας, των πουλιών το κελάδημα, τα χοροπηδήματα των νιογέννητων κοπαδιών· τ' αρνιά χοροπηδούσαν στα βουνά· βούηζαν στα λειβάδια οι μέλισσες· τα πουλιά γέμιζαν με τραγούδια τα χαμόδενδρα.

Πήγαινα στο κυνήγι, μόνο για να ζω στη μοναξιά και λησμονούσα το τουφέκι που κρατούσα. Στην πύλη είχα μάθει κάτι θλιβερά τραγούδια της εποχής και στις ερημιές πούτρεχα τα σιγοτραγουδούσα. Αλλ' απ' όλο ταίριαζε στη ψυχική μου διάθεση η «φαρμακωμένη» του Σολωμού. Κιόταν την τραγουδούσα, πάντοτε γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου. Το Βαγγελιό σαν τη φαρμακωμένη θα πήγαινε.

Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο. — Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη. — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια. Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες.

Λοιπόν, τι κάνεις τώρα; Έι, άνθρωπέ μου!.... Ντροπή! Αρκετά δεν έκλαψες; Εμπρός, κουράγιο! ΠερπάταΤον ταρακούνησε πάλι πιάνοντάς τον από πίσω, από τα μπράτσα, αλλά ο Έφις έκλαιγε διπλωμένος στα δυο, με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, και ενώ οι λυγμοί του γέμιζαν τη σιωπή της νύχτας, θυμόταν το αίμα που είχε φτύσει μπροστά στην παλιά εκκλησία της Ολιένα, μετά το άλλο επεισόδιο με τον Τζατσίντο.

Μέσα στο μελίσσι των παιδιών που σχολούσαν, μεσημέρι και δείλι, απ' το σχολειό της ενορίας και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και κακανίσματα, το πιο περήφανο ήτανε ο Γιαννάκης ο Καμπούρης. Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάννα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα ταρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος.

Κ' οι λινοί, όμορφα άσπρα, κόκκινα, γαλάζια σπιτάκια, σκορπισμένα ανάκατα κάπνιζαν· κόντευε μεσημέρι. Οι αργάτες τρυγούσαν παλληκάρια και κορίτσια, με τα καλάθια που τα γέμιζαν τα φορτόνουνταν στον ώμο τους, κι έρχουνταν κι άδειαζαν τις σταφίδες στ' αλώνια.

Κι αγάλι' αγάλια μέσα στο νανούρισμα της καλοκαιριάτικης αστροφωτισμένης νύχτας, οι ψυχές τους ξεχωριστά ανόμοιες η κάθε μια, γέμιζαν από μεθύσι επιθυμίας κι αγάπης.

Το λεπτοπελεκημένο ξύλο, το μάρμαρο, το λινό κανναβόπανο γέμιζαν θαύματα, όταν το πινέλο του περνούσε χαϊδευτικά από πάνω τους· κ' η ζωή βλέποντας την ίδια της εικόνα σώπαινε, μη τολμώντας να μιλήση.