United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι αρπάζουν και κάνα κλαρί. Έτσι κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήση δεν το κόβει ούτε η ρομφαία του Αρχάγγελου. — Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται ; — Κοιμάται· μπορεί να κάμη δίχως ύπνο; Μα εκείνο εστοίχειωσε πια· ζη με τους αιώνες· ποιος ξέρει από πότε: Να ιδής των παλαβών τα κόκκαλα πώς κρέμονται σαν πολυέλαιοι απάνω του! ...

Στο «Εργατικό Κέντρο» τον Βόλου, πρώτα πρώτα, γίνανε διάλεξες για το νέο δράμα, και διαβάστηκε τούτο μπροστά στους εργάτες, και κατόπι πολλές φορές παίχτηκε από τη σκηνή εκεί, στην Αθήνα και σ' άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο θίασος μάλιστα του τωρινού διευθυντή του Θεάτρου του Ωδείου κ. Θωμά Οικονόμου, φροντισμένα δίδαξε το δράμα τον καιρό της περιοδείας του στην Αίγυπτο.

Αν θέλης να το μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου. Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρηκατάμαυρη όπως ο έβενος. — Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν; — Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς. — Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου;

Κ' έτσι έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου. Εψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάστου στην Έγριπο. Δώσε απάνωδώσε κάτω εφτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου. Άρπαξα την περίστασι. — Τι λες καπετάνιε; κάνουμε την απόπειρα; — Ποια; — Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι; Εγέλασε ο καπετάν Στραπάτσος· εγέλασαν και οι άλλοι· εγέλασα τέλος κ' εγώ. Δεν ετολμούσα να κάνω τον σοβαρό.

Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω: — Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα η Θωμαή. Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν, ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως. — Για τον Θεό!

Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας και ώρες χαμηλώνει και χοντραίνει και γίνεται κάστρο αγύριστο με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ' Αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο.

Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπετάν Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά- Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει.

Επανειλημμένως ήλθον διαταγαί εκ Βόλου να εξοφλήση τας συναλλαγματικάς του. Επανειλημμένως ο Λαλεμήτρος εφυλλομέτρησε το κατάστιχόν του, επεσκέφθη τους οφειλέτας του, επεσκέφθη τους ελαιώνας του χωρίου.

Επέτρωσεν ευθύς το χαμόγελο στα χείλη· εσοβαρεύθηκε το πρόσωπό του. Εγύρισε και μ' εκύταξεν αφαιρεμένα, σαν να έλειπεν ο νους μίλια από το σώμα του. — Α! είπε κινώντας το κεφάλι. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είνε το ίδιο. Επήγα μια φορά κ' εγώ, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άντρα τη μάνα σου. — Αφού κόβεται!... — Κόβεται όταν είνε μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είνε δάση ολάκερα.

Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του καπετάν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή υπό των δανειστών του.