United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μονάχα ο Χρόνος, που περνάει ολημερίς μπροστά του, Έγραψε μέσ' στο μάρμαρο μαζί με τ' όνομά του: »Χαρά στην νια την ώμορφη που η Μοίρα θα της δείξη Το σιδηρόχορτο να βρη, την πόρτ' αυτή ν' ανοίξη. Ν' αγκαλιαστή το μάρμαρο, σιμά του ν' αγρυπνήση Σαράντα δυο μερόνυχτα, γλυκά να το ξυπνήσηΕίνε παλάτι ερημικό κι' απόκλειστο η καρδιά μου, Μαρμαρωμένον βασιλιά βαστάει τον Έρωτά μου.

Σαν την είδε η χήρα μπήζει πάλι τις φωνές: — Δεν έρχεσαι να συμμαζέψης τον άντρα σου, Κυρα-Νικόλαινα! τι με πήρε εμένα και ήρθε να μου πιάση το μάγουλο! Ακούς εκεί να μου πη να του ανοίξω την πόρτα τη νύχτα! Θα τον σκοτώσω... Έκανε να μιλήση ο Κυρ-Νικολάκης, μα πού να βρη αράδα. Άφριζε τώρα κ' η γυναίκα του, άφριζε κ' η ξένη.

Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό! Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις. Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' απαντήση εις το πρόσωπον: — Μπρομ! — Πιέ κη δο μ'! — Με κρασί! — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή!

Θαρρεί κανείς πως ψάχνει να βρη τον τάφο του, για να κοιμηθή για πάντα, για πάντα. Είναι η νύστα του θανάτου. ΦΛΕΡΗΣΔεσποινίς Βέρα, για όνομα του Θεού! ΒΕΡΑΑλήθεια! Με συγχωρείτε. Δεν μπορώ ναφίσω την κακή αυτή συνήθεια να βλέπω τα πράματα. . . Και είναι τόσο μαγευτική βραδυά. Ας καθήσωμε εδώ. Όπου νάναι θάρθη και ο γιατρός. ΦΛΕΡΗΣΑνυπομονείτε νάρθη ο γιατρός; Πλήττετε μαζή μου;

Τα ονόματα ποιος θα τα βρη; Και ποιος θα πη πως εκείνος που τα βρήκε, δεν πλούτισε συνάμα και τον τόπο του και τους άλλους τόπους; Για να τα βρη όμως, πρέπει πρώτα πρώτα στη γλώσσα του να τα γυρέψη.

Μα από τη στάνη δεν επρόβαινε κανένας μήτε άντρας, μήτε γυναίκα, μήτε όρνιθα παρά όλοι καθισμένοι στη φωτιά ήτανε μέσα κλεισμένοι, ώστε ο Δάφνης δεν ήξερε τι να κάνη κ' εβασάνιζε το μυαλό του να βρη πρόφαση για ν' αμπώξη τη θύρα και ρωτιότανε μοναχός του τι να ειπή πιο πιστευτό: — Ήρθα για ν' ανάψω φωτιά·μα μήπως δεν ήτανε πιο κοντινοί γείτονες; Ήρθα να γυρέψω ψωμίμα το ταγάρι είναι γεμάτο θροφή.

Φίλε μου, είσ' ένας ονειροπόλος. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα, είμ' ένας ονειροπόλος. Γιατί ονειροπόλος είναι εκείνος που μονάχα στο φως του φεγγαριού μπορεί να βρη το δρόμο του κ' η τιμωρία του είναι ότι βλέπει την αυγή πρωτήτερ' απ' όλον τον άλλον κόσμο. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Η τιμωρία του είπες; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Κ' η ανταμοιβή του. Μα κύττα, έφεξε πια. Παραμέρισε τα παραπετάσματα κι άνοιξε διάπλατα τα παραθύρια.

Μα ένας συγγραφέας έχει να γράψη πολλά. Δεν μπορεί να βρη πάντα την όρεξη να γράψη για ένα μικρό σγουρόμαλλο αγοράκι, που δεν είχε κάμει στον κόσμο άλλο τίποτε παρά να τρέχη πέρα δώθε και να σκορπίζη σ' όλους τη χαρά. Και στην ποίηση, όπως και στη ζωή, οι μικροί πρέπει να περιμένουνε, γιατί οι μεγάλοι δεν τους αφίνουνε να περάσουν πριν έρθη η σειρά τους.

Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνη, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρη. Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμιξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα κατάμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε.

Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.