United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πριν κατακλιθή, ο παπά-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπ' Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τω ενοριακώ ναώ, καθόσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, τα υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού, εις το Κάστρον.

Μου απαντά: — Φύτευσε· δεν σημαίνει· εγώ σε βοηθώ. Τότε έλαβον ένα κλάδον και τον εφύτευσα· έβαλε δε ρίζας ακαριαίως και εις δένδρον γιγάντιον ανεπτύχθη, με γλυκυτάτους καρπούς. Κραυγή χαράς διεύφυγεν από όλα τα στήθη, πάντες δε έλαβον ράβδους, και ραβδίσαντες τους κλάδους του δένδρου, εγεύθησαν τους καρπούς του απλήστως.

Α' ΑΝΗΡ Και αν σε κοροϊδέψουν, τι; Β' ΑΝΗΡ Στην πόρτα θα σταθώ μπροστά. . .. Α' ΑΝΗΡ Και τι θα κάνης δηλαδή; Β' ΑΝΗΡ Κι' όποιος τα φαγητά βαστά θα τα βουτώ. Α' ΑΝΗΡ Ο υστερνός θα ήσ' όλου του κόσμου. Παρμένων! Σίμων! πάρετε στους ώμους σας το βιος μου. Β' ΑΝΗΡ Στάσου και σε βοηθώ κ' εγώ.

Και δόξα τω Θεώ, είμαι εις θέσιν να το κάμω, και ούτε αδικώ κανένα κατόπιν μου, αν κάμω όσον ζω την ευχαρίστησίν μου. Και τι ευχαρίστησις μου απέμεινε της πτωχής, παρά να βοηθώ όσον ημπορώ τους άλλους. Άφησέ τα, Γιάννη, αυτά! Να σ' αξιώση ο Θεός να ιδής το φως σου, και τότε θα είμαι με το παραπάνω πληρωμένη, αν σου έκαμα και τίποτε! — Δεν θα ιδώ το φως μου! εψιθύρισεν ο γέρων.

Φόβον δεν έχεις παντελώς· να ιδώ καλά το πόσον Μέσα εις όλους είμ' εγώ θεά ατιμασμένη. Κι' ο συννεφοσυνάχτης Ζευς καταπειράχθη, κ' είπεν Ω 'ς τα κακά! Θα κάμεις δα να μ' εχθρευθή η Ήρα, Οπόταν μ' ονειδιστικαίς 'μιλίαις με συγχίζη. Αυτή μπρος τους αθάνατους θεούς με βρίζει κ' έτσι Πάντα, και λέειτον πόλεμον βοηθώ τους Τρωαδίτας.

ΠΟΣΕΙΔ. Εγώ, ως γνωρίζετε, ζω εντός του ωκεανού και διαμένω μόνος εις τα βάθη, καταγινόμενος όσον δύναμαι να σώζω τους ταξειδεύοντας, να βοηθώ τα πλοία και να κατευνάζω τους ανέμους.

Και αυτοί μου το παράχοσαν μπαλώματα στης τρύπαις. Μον τα Ποντίκια αν δε βοηθώ, μηδέ και τα Μπακάκια Ακόμα τα συχώρεσα οχ την παλιά μου κάκια. 390 Τι μια φορά οχ τον πόλεμο περίσια αποσταμένη, Γυρίζοντας ν' αναπαυτώ σε στρώμα πλαγιομένη, Ολονυκτής δεν μ' άφηκαν μιαν ώρα να σιγήσω, Οχ της μεγάλαις τους φωναίς το μάτι μου να κλείσω.

Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν' αλλάζω . . . — Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει. — Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . . — Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; — Α! είδες! λησμόνησα να παραγγείλω αμάξι. — Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να κουρεύεται.

Ίσα όμως είναι τα δικαιώματα του ανδρός και της γυναικός, και όταν αυτή υβρίζεται από τον άνδρα της και όταν εκείνος έχη γυναίκα άπιστον. Και εκείνος μεν έχει ο ίδιος την δύναμιν εις τα χέρια του, εκείνη όμως από τους γονείς και τους φίλους περιμένει βοήθειαν. Δεν κάμνω λοιπόν τίποτε άδικον αν βοηθώ τους ιδικούς μου. Είσαι γέρων, γέρων.