United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μακρυά πέρα έβλεπαν την ακτή, αλλά η φουρτούνα είχεν αρπάξει τη βάρκα, και δε μπορούσαν να βγουν έξω. Την τρίτη νύχτα, η Ιζόλδη ονειρεύτηκε ότι κρατούσε στα γόνατά της το κεφάλι μεγάλου αγριογούρουνου που λέρωνε τη ρόμπα της με αίμα, κ' έτσι κατάλαβε πώς δε θα ξανάβλεπε πεια το φίλο της ζωντανό.

Νά, τώρα που χάραξε θα βγουν. Η Μαργαρώ ακούσασα αυτήν την διάλεξιν έπαθεν εκ της συγκινήσεώς της μυστηριώδη τινά παρακώλυσαν νευρικήν στιγμιαίαν. Δεν ηδύνατο να φωνάξη, δεν ηδύνατο να σηκωθή. Και οι λαλούντες έξω, απεμακρύνοντο. Δεν επέρασε διόλου από τον νουν της ότι έσκωπτον αυτοί οι άνθρωποι τοιαύτην ώραν και τοιαύτην ημέραν.

Και έφυγε προς τα όρη, χωρίς ν' ακούση την απάντησιν την οποίαν του έδωκεν η Μαργή: — Καλλιά να βγουν τα μάτια σου! Ήτον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεων και από τας χριστιανικάς συνοικίας του χωριού ανεπέμπετο θόρυβος γενικής ευθυμίας. Εις διάφορα σπίτια εχόρευαν και εις τας αυλάς των εκκλησιών και τα σταυροδρόμια νέοι και παιδιά έπαιζαν αμάδες και διάφορα γυμναστικά παιγνίδια.

Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου. αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη; και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». 25

Για εμέ τον ίδιον αγαπώ να ζω, και άφησέ με• ευτυχισμένος είν κι' αυτός που για μεγάλα χαίρεται, ευτυχισμένος είν' κι' αυτός που τα μικρά του φθάνουν. ΧΟΡΟΣ Καλά τα είπες, αν μ' αυτά εκείνοι που αγαπώ εγώ θα τύχη από τα λόγια σου να βγουν ευτυχισμένοι•

Κι' ακόμα σα δεν άφινα εγώ να πολεμήσει και να σφαντάξει, τον καιρό που πήγε με μαντάτα στη Θήβα, έτσι ασυντρόφιαστος μες σε πολλούς Θηβαίους, παρά στον πύργο φρόνιμα να ξεφαντώνει τούπα, 805 αφτός με την ατρόμητη καρδιά του, σαν και πρώτα, ν' αντροκαλέσει τόλμησε τους πρώτους των Θηβαίων να βγουν στα χέρια, κι' όλους τους τους νίκησε, έναν ένα. 807 Μα εσένα εγώ σου στέκουμαι σιμά και σε προσέχω, 809 και πρόθυμα να πολεμάς τους Τρώες σε γκαρδιώνω. 810 Μα αν ίσως φόβος άκαρδος σ' έχει παγώσει εσένα ή κόπος πολυσάλεφτος στα ήπατα σού μπήκε, τότες δεν είσαι θρέμμα εσύ του τολμηρού Τυδέα

Ναί, αφτά θα βγουν αλήθια· μονάχα η λύπη σου, αδερφέ, τα σπλάχνα θα μου σφάζει αν πάς εσύ και της ζωής αν σου κοπεί το νήμα, 170 τι ντροπιασμένος κι' άτιμος θα σύρω πίσω στ' Άργος, τι την πατρίδα οι Δαναοί θα θυμηθούν σε λίγο και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώων θ' αφίσουν και του Πριάμου παίνεμα.

Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με την ψυχή στο στόμα «Τώρα καμάρωνε, Έχτορα, όσο μπορείς, τι ο Δίας νίκη κι' ο Φοίβος σούδωκαν που μ' έσφαξαν εμένα· 845 τι σαν κι' εσένα κι' είκοσι να θε μου βγουν, εδώ όλοι 847 θάτρωγαν χώμα, απ' το γερό χαλκό μου καρφωμένοι.

ΔΩΡΙΣ. Να μου βγουν τα μάτια, κυρά, αν σούπα τίποτε ψέμα.

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Ω σεις της χώρας τούτης πολυτιμημένοι, τι έργα θεν’ ακούσετε και τι θα ιδήτε, τι θλίψι θενά πάρετε, αν τω όντι δίκαια σας νοιάζει για το σπίτι του Λαβδάκου. Γιατί δεν θα το πλύνουνε απ’ τα κρίματά του το σπίτι τούτο τα πλατύτερα ποτάμια, τα κρίματα που κρύβονται, μα που θενά ’βγουν γλίγωρα, πολύ γλίγωρα στου ήλιου το φέγγος.