United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιούτοι και οι έναυλοι εν πάση μνήμη τέσσαρες πρώτοι στίχοι της « Φροσύνης »: Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε, Εσβύσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθειά στην αγκαλιά της Γιατ' είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μη το χάση.

Αλλ' η βαθεία αποθάρρυνσις η εκ της αρνήσεως ταύτης του να δεχθώσιν Αυτόν ανεμίχθη εις το πνεύμα του Ιακώβου και του Ιωάννου με σφοδράν αγανάκτησιν.

Η μεγάλη ιδέα είναι μια θύμηση που απόμεινε, χώθηκε βαθειά και φώλιασε μέσα στην ψυχή του Ρωμιού, από τον καιρό που οι Τούρκοι, στα 1453 πήρανε την Πόλη. Είναι η θύμηση πως ο Ρωμιός, με την Πόλη πρωτεύουσα, ώριζε την Ανατολή στα περασμένα χρόνια, το Ανατολικό δηλαδή κράτος με τους πολλούς λαούς, που το κληρονόμησε σιγά σιγά από τους αρχαίους Ρωμαίους.

Οι άλλες εξομολογούμενες προσεύχονταν εδώ κι εκεί μέσα στην εκκλησία, γονατισμένες επάνω στο πρασινωπό πάτωμα. Μια βαθειά σιωπή, ένα γαλάζιο φως, μια μυρωδιά χλόης πλημμύριζαν την εκκλησία που ήταν υγρή και θλιβερή σαν σπηλιά.

Και ο επόπτης της σταφίδος θαρρεί ο Σπύρος ότι κάθεται; δεν πιστεύω να κάθεται και αυτός. Κάτι θα κάμνη, κάτι θα σημειώνη· και σταφίδα να πάρη κανένα τσουβάλι, θα κουνηθή, θα δουλέψη. Εγνώριζα ότι ο αδελφός σου δεν είνε για τίποτε, ούτε για την σταφίδα, αλλά έλεγα ότι σε ένα δύο χρόνια θα προφθάση να κερδίση κάτι τι στη Βάθεια να πιάση μαγιά.

Μ' αγριοκύτταξε και μου είπε πάλι: — Δεν ξέρω, σου είπα. Και όμως φαινότανε να ξέρη πολλά πράματα. — Γιατί δεν πηγαίνεις εσύ; τον ξαναρώτησα. Γύρισε και μούρριξε μιαν άγρια ματιά απ' τα βαθειά διαπεραστικά του μάτια και μου είπε: — Γιατί δεν μπορώ να πάω. Δε βλέπεις τα πόδια μου, που είναι πιασμένα;... Πέρα στον κάμπο το άσπρο δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα.

Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά. Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίση, κάτι έκαμε να πη. Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε. Σαν εβγήκαν όλοι απ' το σπίτι, αναστέναξε βαθειά. — Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν νάκλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.

Ταμάξια παρατρέχανε το ένα το άλλο, ποιο να φθάση γληγορώτερα σε κάποιο φανταστικό πανηγύρι, οι καβαλλάρηδες σχίζανε περήφανοι, με το ρυθμικό τους πέρασμα, το πλήθος και πού και πού καμμιά διαβολική μηχανή, με βαθειά βογγητά ξεπερνούσε με βάναυση ορμή πεζούς και καβαλλάρηδες, σαν ακέφαλο θηρίο, που καμάρωνε την ασχημιά του.

Ουδέποτε ο ανήρ εδείχθη τόσον εμφύτως μύστης της αισθητικής, όσον η γυνή· με την διαφοράν, ότι την κρίσιν αυτής διέπει βαθεία αίσθησις, όπερ σημαίνει, ότι την αίσθησίν της δεν διέπει βαθεία κρίσις. Μεγαλειτέραν δυσκολίαν θα δοκιμάσης, εάν επιχειρήσης να δείξης ότι δεν αγαπάς, όταν αγαπάς, παρ' ότι αγαπάς, όταν δεν αγαπάς.

Αριστερά ήταν ένα νεκροταφείο απέραντο των Τούρκων, με φουντωτά, πυκνά, βαθυπράσινα κυπαρίσσια. Κοίταξα πίσω, και είδα χαμηλά τη θάλασσα, βαθειά μεσημεριάτικα βαμένη, ανάμεσα στα τείχη και στα κυπαρίσσια.