United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν σα ζύγωσαν οι διο, να χτυπηθούν ζητώντας, τ' Ατρέα ο γιος δεν πέτυχε, τι στραβοπήγε τ' όπλο· κι' ο άλλος στο ζουνάρι εκεί, πιο κάτου απ' τα τσαπράζα, βάρεσε κι' έβαλε όλη του τη δύναμη, κι' ολπίδες 235 απ' το βαρύ είχε χέρι του· μα τ' ολοκεντημένο ζουνάρι δεν του τόσκισε, μον πριν πολύ τ' ασήμι βρήκε μπροστά και στράβωσε σα μολυβένια η μύτη.

Όμως τη μάχη ο Έχτορας δεν παραιτούσε κι' έτσι· κωλώνει και μια πέτρα αρπάει με την χοντρή του χέρα πούταν στον κάμπο κατά γης, μάβρη τραχιά μεγάλη· 265 μ' αφτή του Αία βάρεσε την εφταπέτσα ασπίδα στη μέση, απάς στον αφαλό, κι' άχησε γύρω ο βρόντος. Τότες κι' ο Αίας άδραξε μια πιο πολύ μεγάλη κοτρώνα, και την έσφιξε στριφογυρίζοντάς την με δύναμη ως απάνου εκεί.

Πρώτος οχτρό ο Αντίλοχος χαλκόπλιστο σκοτώνει, το Χέπωλο, ένα απ' τα καλά των Τρώων παλικάρια· αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντερού του κράνους τη λάμα ομπρός, και τούμπηξε στο κούτελο του τ' όπλο, 460 κι' ως μέσα η μύτη χώθηκε το κόκκαλο περνώντας, και του σκοτείνιασε το φως· σαν πύργος τότες χάμου γκρεμίστη ο νιος μες στην καρδιά της λυσσασμένης μάχης.

Τότες εκείνος τ' απαντάει με την ψυχή στο στόμα «Πιος είσαι εσύ, θεούλη μου, που μ' αρωτάς αγνάντια; Δε σ' τόπαν πως σαν έσφαζα τους Αχαιούς στα κοίλα καράβια ομπρός, με βάρεσε στα στήθια με μια πέτρα του Τελαμώνα ο άξιος γιος και μ' έβγαλε απ' τη μάχη; 250 Και μια στιγμή είπα, σήμερα πως στα λημέρια τ' Άδη και στους νεκρούς θα βραδιαστώ, γιατί είχα ψυχομάχη

Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού.

Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

Όχι, φίλε μου, το έργο τούτο είναι αληθινό δράμα, που βάρεσε στο σημάδι, και που συνεχίζει και τονώνει την κοινωνική και λυτρωτική εργασία του συγγραφέα της· εργασία που μια μέρα θα λογαριαστή, σαν κάτι τι ξεχωριστό, μέσα στην ιστορία μας εδώ της γυναικείας πνευματικής ενέργειας και χειραφεσίας.

Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ' από τη λαχτάρα, και νοτισμένα από δυο χοντρά μαργαριτάρια, δάκρυα που τότες άρχιζαν ν' αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα: — Πουθενά, . . . σ' ευχαριστώ.

Είπε κι' αμέσως τίναξε μια κονταριά πιδέξια, και βάρεσε έναν αρχηγό και του Αινεία βλάμη, το γιο του Πέργασου Δηκό, που τον τιμούσαν ίσα 535 οι Τρώες σαν του βασιλιά τους γιους, γιατί παράξος είταν στων πρώτων τη σειρά να πολεμάει και σφάζει κατάσπιδα τον βάρεσε, κι' ανόφελη η ασπίδα φάνηκε τότες, τι ο χαλκός τη διαπερνάει και μπαίνει στα κάτου μέρη της κοιλιάς τρυπώντας το ζουνάρι.

Χωρίς να περιμένη κυνηγούς και λαγωνικά, ο Βασιλιάς Μάρκος βάρεσε τ' άλογο για το Τινταγκέλ. Ανέβηκε τα σκαλιά της αιθούσης, κ' η Βασίλισσα άκουσε τα βιαστικά βήματά του ν' αντηχούν στης πλάκες. Σηκώθηκε, πήγε να τον συναντήση, του πήρε τάρματα, τούλυσε το σπαθί καθώς συνήθιζε, και υποκλίθηκε ως τα πόδια του.