United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες έλεγα που , τανυπόφορο το που , εκεί που, κατόπι, και στο Ταξίδι το ίδιο, έβαλα πως . Έχω και κάτι αλλά , για να πω το μα της δημοτικής. Έγραφα τον αόριστο σώσετε αντίς σώσατε . Είναι και κάτι πολίτικα, σαν την αιτιατική με λέτε κτλ., που υστερώτερα την έκαμα γενική όπως το συνηθίζουνε στην Αθήνα· μου λέτε κτλ.

Η σκόνη δίνεται στον ένα και η στάχτη στον άλλο, μα την ψυχή δεν μπορούν να την φτάσουν. Και τώρα τι θέλεις να σου παίξω; Chopin ή Dvorak; Θέλεις να σου παίξω μια φαντασία Dvorak; Συνθέτει παθητικά, παράξενα, χρωματισμένα πράγματα. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Όχι· δεν θέλω μουσική τώρ' αυτή τη στιγμή. Είναι κάτι πολύ αόριστο πράγμα.

Βλέπω που πολλοί Αθηναίοι θυμώνουν, όταν τύχη κι ακούσουν ή διαβάσουν κανέναν αόριστο εκομισάμην ή εδεξάμην . Κάμποσοι φίλοι μου μέ τα λεν και σταναχωριούνται· πρέπει ξεναντίας ναπορούν πώς δεν κατώρθωσαν οι δασκάλοι, ύστερα από τόσους κόπους, να γράφουν καλήτερα τα ελληνικά· τα ελληνικά τους μας έρχουνται σαν κάπως μικρούτσικα, αδύναμα και νερουλά.

Στην αισθητική ιδιοσυγκρασία το αόριστο είναι πάντα αποκρουστικό. Οι Έλληνες ήταν έθνος καλλιτεχνών, γιατί δεν τους δόθηκε η έννοια του απείρου. Όπως ο Αριστοτέλης κι όπως ο Γκαίτε ύστερ' από τη μελέτη του Κάντιου, θέλομε το συγκεκριμένο, και τίποτε άλλο απ' αυτό δεν μας ικανοποιεί. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Τι λοιπόν προτείνεις να γίνη;

Ξεπέζευαν σιωπηλοί λες και είχαν μυστική συνάντηση σ’ εκείνο το μακρινό σημείο του κόσμου. Ο Έφις καθόταν με τον τυφλό στην είσοδο της εκκλησίας και του φαινόταν να ονειρεύεται. Εδώ επίσης δεν υπήρχαν άλλοι ζητιάνοι κι εκείνος ένοιωθε έναν αόριστο φόβο όταν οι ισχυροί και υπεροπτικοί άντρες, που από το στόμα και τα ρουθούνια τους έβγαινε μια άχνα ζωής, περνούσαν μπροστά του.

Από το κλάψιμό της το πολύ, από το πολύ παράπονό της, από τα τόσα δάκρια της, την έχει πιάσει μια νευρική ταραχή, τινάζεται απάνου στο κάθισμά της ξαφνικά, κοιτάζει γύρο της ολοένα κι όλο μου λέει πως φοβάται, πως πολύ φοβάται, κάτι αόριστο φοβάται που τριγυρίζει το σπίτι. Φαντάσματα λέει, στοιχειά, ξωτικά, δεν ξέρω και γω τι λέει. . . Πιστεύω, πως είναι από τη λύπη της.

Και το βλέμμα του έγινε πάλιν αόριστο, κάπως δειλό εστυλώθηκεν απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή, το μέτωπο εσούφρωσε κ' εκέρωσε, λέγεις κ' έβλεπε ασπίδα να προβάλη αποκεί. — Εσύ πατέρα πώς επήγες; Με τη μηχανή; τον ερώτησα. — Όχι, με την πέτρα σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό μας! — Εγώ σαν μεγαλώσω θα πάω να το κόψω· είπα πεισματικά.

Και όλη η αγωνία της ξετυλίγουνταν σε μια ιδέα ολοφάνερη, σ' ένα αόριστο όσο και φαρμακερό προγνώρισμα πως κάτι κακό θα την κατάφτανε τόρα γοργό και γλήγορο και βέβαιο.

Το αγΚαλίασμα εκείνου του άγνωστου άντρα που ήρθε ποιος ξέρει από πού, από τους δρόμους του κόσμου, της προκαλούσε έναν αόριστο φόβο, γνώριζε όμως καλά τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν μπορούσε να τις παραβεί. «Μπες μέσα. Θέλεις να πλυθείς; Θα ανεβάσουμε μετά επάνω την βαλίτσα. Θα φωνάξω μια γυναίκα που μας υπηρετεί….. Τώρα είμαι μόνη στο σπίτι….. και δεν σε περίμενα…..»

Και πράγματι η υψηλή Κριτική είναι το ιστορικό της ίδιας του καθενός ψυχής. Είναι πιο γοητευτική παρά η ιστορία για τον καθένα, σχετικά με τον ίδιον εαυτό του βέβαια. Πιο ευχάριστη είναι από τη φιλοσοφία, γιατί το θέμα της είναι συγκεκριμένο κι όχι αφηρημένο, πραγματικό κι όχι αόριστο.