United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αλαμάνος έτρεξε στο παράθυρο και τ' άνοιξε με μια γροθιά. Χύθηκε μέσα το γλυκοχάραμα· ένα γλυκοχάραμα κόκκινο σαν πυρκαγιά. Όλοι πισωπάτησαν αχνοί. Ο Αρχαιολόγος κοίτονταν κατάχαμα και μόλις ανάσαινε. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ' αφτιά του και κοκκίνιζε τις σανίδες· στο μέτωπό του έχασκε φοβερή πληγή. Απάνω στο δεξί του μπράτσο σα σε προσκέφαλο αναπαυόταν άκορμο το κεφάλι της Δόξας.

Απάνω της σκυμμένοι, αχνοί και άλαλοι παραστέκουν οι γονέοι, ανίκανοι να συνδράμουν την κόρη στο χαροπάλαιμα. Και δεν ακούεται άλλο τίποτα, άλλο δεν κινείται και δεν κροτεί μέσα στο θλιμμένο δωμάτιο παρά το ανάλαφρο αγγομαχητό της μπεοπούλας, σαν να είνε το φτεροκόπημα της ψυχής.

Τότες ξυπνήσανε κ' οι νιοι μες την κρυφή φωλιά τους, Στο μοσχοβολισμένο τους και μαλακό στρωσίδι, Κομένοι αχνοί και βάρυπνοι και σα ξαγρυπνισμένοι, Ξαρματωμένος ο βοσκός σα σκλάβος του πολέμου, Η νια με κόρφους ανοιχτούς και με ποδιά λυμένη Και στα ρουτιά τα κεντιστά και στα μαλλιά τα σκόρπια Μυρτιάς, αρείκης, θυμαριού κλωνάκια σκαλωμένα.

Μια βαθιοκόκκινη πένθιμη αντιφεγγιά και κάτι μακρόσυρτοι μαύροι αχνοί σα σχισμένα κρέπια, κρεμαστά από ψηλά, άπλωναν πίσω απ’ το λόφο της Καστέλλας κι απ’τα βουνά του Δαφνιού πούχαν τώρα γίνει απόμακρα, μουντά, μολυβόμαβια, σα σκιές απ’όνειρα σβυσμένα.