United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα το τραγούδι όσο γλυκό, Όσο χαρόκαρδο κι α βγαίνη, Έχει ένα μάγιο μυστικό, Η γλύκα του να σε πικραίνη. Όλοι. Η γλύκα του να σε πικραίνη. Κωστ. Γεια σας, παιδιά, κι ακονίζετε τάρματά σας και γι' άλλο ξεφάντωμα. Α’ Παλικ. Γεια σου, αφεντικό, αλέστα όλοι μας για την αφεντειά σου. Κωστ. Απόψε γίνεται ο αρραβώνας της αδερφής μου με τον κυρ Κράλη από τη Βαβυλώνα και βάλτε φωτιά να καή!

Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ... Είμουμα λοιπόν της μάννας μου γυιός, και μ' εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια. Και τ' αρχίζω με λίγα λόγια. Σκοπός μου, καθώς είπα, είναι να γνωριστώ με την αφεντειά σου, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε μου. Να ξέρης ποιος είναι που σου αφίνει αυτή την παράξενη σερμαγιά. Α σου πω πως είμαι ο Γεροδήμος, τίποτις δε θα καταλάβης.

Για την Αγιωσύνη Σου δεν έχουμε τίποτις άλλο να πούμε, παρά πως χρέος Σου είναι. Πρώτη φορά δε θα είναι που θ' αγιάση έτσι καλόγερος. Όσο για τους άλλους, τους αθώους, αυτό είναι μυστήριο που μήτε η Αγιωσύνη Σου μήτε η αφεντειά του από δω, μήτε κανένας σοφός δεν μπορεί να το ξηγήση, γιατί άραγες αυτή η θυσία!

Αυτή ζη και μεγαλώνει και σκορπιέται σαν τον υδράργυρο, και πάλι μαζώνεται, και πάλι σκορπιέται, και τρέχει και χύνεται μέσα σε χίλιες τρύπες που το δαχτυλάκι του δεν μπορεί να χωρέση. Χίλιες φορές είχαν αφορμή να τη σπουδάζουν, κ' οι παππούδες σου, κ' οι πατέρες σου, κ' η αφεντειά σου ακόμα, την τρομερή τη δύναμη αυτής της μικρούτσικης σφίγγας, κι ακόμα θαρρώ πως δεν την καλονοιώθει ο νους σου.

Πήγε να τρελλαθή ο Αγάς. «Μόνο ρωμιώπουλο μπορεί να βγη τόσο πρόσχαρο και ξυπνό», γύρισε κ' έλεγε του πατέρα του. Τους προβόδισε ο αγάς ως τη θύρα του πύργου σαν έφευγαν. Γυρίζοντας ο μικρός ναποχαιρετήση την αφεντειά του καθώς ξεκινούσαν, κακή του μοίρα, κ' έπεσαν τα μάτια του στο καφάσι του χαρεμιού. Δε σκέπαζε όλο το παράθυρο το καφάσι.

Ή θέλεις να σ' ανεβάσω και σε με το παλάγκο, καθώς ανέβασα τον παραγυιό σου την αυγή; — Τον ανέβασες με το παλάγκο; είπεν αυτομάτως ο βοσκός. — Έφερε το γάλα του κυρ-Αναγνώστη του προεστού, και ο κυρ-Αναγνώστης το θέλει φρέσκο, κατάλαβες. Εγώ κατέβασα το παλάγκο, για να περάση την καρδάρα στο γάντζο, κ' η αφεντειά του εδέθηκε ο ίδιος, χωρίς να μου 'πη.

Ορίστε ένα ταπεινότατο τεμενά. Για να μην ξεσυνηθίσω, τον κάμνω κάθε πρωί του Μπέη που γυρίζει το ροδάνι του πηγαδιού μου. Έτσι μου φαίνεται πως είναι και κείνος σοβαρός και μεγαλόπρεπος σαν την Αφεντειά σου. Μόνο που δουλεύει εκείνος. Εσύ έχεις μοναχά τις βασιλικές του τις χάρες. Αυτός έχει και την υπομονή, και την ουρά, και ταυτιά.

Εγώ τα Τούρκικα τάμαθα μιλώντας με το Λατίφη το γείτονά μας. Κι ο Λατίφης πάλι τάμαθε τα ρωμαίικα τραγουδώντας μαζί μου. Με την αφεντειά σου να τραγουδώ, δεν ταιριάζει. Μπορούμε όμως να συντυχαίνουμε ταπομεσήμερο σα γυρίζης περπατώντας από το μεζλίσι. Έτσι θα τα μάθης μια μορφιά τα ρωμαίικα. — Καλά, λέει ο Αγάς χαδεύοντας τα γένεια του. Κ' έτσι γίνεται.

Μ' έκαμαν να δείρω τα παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέριτη γυναίκα μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ' εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη φοράτη ζωή μου.