United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλως τε και αν ολόκληρον το πυρ αφήρουν εκ του ουρανού και το εκόμιζα κάτω εις την γην, χωρίς ν' αφήσω εξ αυτού τίποτε, η ζημία σας δεν θα ήτο μεγάλη. Διότι ουδόλως έχετε ανάγκην αυτού, καθότι ούτε κρυόνετε, ούτε την αμβροσίαν ψήνετε, ούτε τεχνητόν φως χρειάζεσθε.

Και κατά μεν την ημέραν ήπλωνον επί της γεφύρας ξύλα τετράγωνα και διέβαινον οι Βαβυλώνιοι· κατά δε την νύκτα τα αφήρουν διά να μη περιφέρωνται οι κάτοικοι εις το σκότος και κλέπτωσιν αλλήλους. Αφού δε η ορυχθείσα δεξαμενή εγέντο λίμνη εκ των υδάτων του ποταμού, και αφού ετελείωσαν τα διάφορα μέρη της γεφύρας, η Νίτωκρις εξέβαλε τον Ευφράτην από την λίμνην και τον έφερε πάλιν εις το πρώτον ρεύμα.

«Αν ήμην εγώ, σκέπτεσαι, μέσα εις το αποτρόπαιον εκείνο φέρετρον, θα μετέβαινα ως ούτος εν μέσω του αδιαφορούντος τούτου πλήθους εις την μαύρην τρύπαν, από την οποίαν δεν εξέρχεταί τις πλέον. Οι διαβάται θ' αφήρουν αναλγήτως τον πίλον των και θα εξηκολούθουν τον δρόμον των ως πράττουσι τώρα. Ή εγώ ή άλλος δεν θα τους έμελε τους αχρείους εγωιστάς.

Πιθανόν όμως να υπήρχε μια μόνη μηχανή, την οποίαν, καθό ευκίνητον, μετέφερον από στοίχου εις στοίχον, αφού προηγουμένως αφήρουν απ' αυτής τον λίθον, διότι πρέπει να αναφέρω και τους δύο τρόπους καθώς με τους είπον. Και προ των άλλων μεν ετελείωσεν η κορυφή της πυραμίδος, κατόπιν ο ακόλουθος στοίχος και ούτω καθεξής μέχρι του τελευταίου όστις ήγγιζε το έδαφος.

Ίσως την πρώτην ποσότητα του οξυγόνου επρομήθευσαν εις την ατμόσφαιραν φυτά οποία η κομφέρδα , ήτις ανθεί υπό τα εντονώτερα καύματα. Το βέβαιον είνε ότι κατ' αυτόν τον τρόπον τα φυτά και τα δένδρα εξηκολούθησαν να παρασκευάζουν τον αέρα διά την αναπνοήν των ζωικών ειδών και συγχρόνως αφήρουν και απεθήκευον τον άνθρακα υπό μορφήν ξύλου και φυλλώματος.

Πολλοί έγειναν μέθυσοι, ίνα έχωσί τι κοινόν μετά του Αλεξάνδρου, οι δε αυλικοί του μεγάλου Λουδοβίκου αφήρουν τους οδόντας των, ίνα έχωσί τι όμοιον τω μονάρχη. Αλλά της ωραίας Μαγδαληνής τα παραπτώματα και η αγιότης μυριάκις πλείονας είλκυσαν μιμητάς.

Έμενεν εν τούτοις ο πατήρ μου κατάκοιτος, υπέσκαπτε δε τας ολίγας δυνάμεις του ο πυρετός, και πόνοι δριμείς του αφήρουν τον ύπνον. Προησθάνετο τον θάνατον και τον επερίμενε γενναίως. Ημείς δε περί αυτόν, λησμονούντες τας ποικίλας του παρόντος στερήσεις και τα παρελθόντα αγαθά, εσκεπτόμεθα μόνον πως να τον ανακουφίσωμεν πάσχοντα και πως, ει δυνατόν, να τον σώσωμεν.

Τότε οι Πλαταιείς επενόησαν στρατήγημά τι· διατρυπήσαντες το τείχος των προς το μέρος όπου υψούτο το πρόχωμα αφήρουν κάτωθεν το χώμα. Οι δε Πελοποννήσιοι εννοήσαντες τα γινόμενα εγέμισαν με πηλόν καλάθια από κάλαμον και έθεσαν αυτά εις τας οπάς, διά να μη διαρρέουν όπως το χώμα.