United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν 325 ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη. και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου, η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου, και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη• 330 μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε• 335 και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε•

Όταν ούτος ηρώτησε περί του υιού του, τον οποίον είχεν εκ προτέρας γυναικός και όστις διέτρεχε την ηλικίαν καθ' ην έπρεπε ν' αρχίση η εκπαίδευσίς του, ποίον διδάσκαλον να του δώση, το μαντείον απήντησε• Πυθαγόρην πολέμων τε διάκτορον εσθλόν αοιδόν .

Εβλέπομεν την αοιδόν ανοίγουσαν τα χείλη και χειρονομούσαν μετά πάθους πολλού, εβλέπομεν τους μουσικούς σύροντας ευσυνειδήτως τα τόξα των επί των χορδών, αλλά τόσον και μόνον. Η μυστική ημών ρέμβη δεν εταράσσετο· εφανταζόμεθα ότι είχομεν εμπρός μας κινεζικήν τινα σκιοπαιδιάν, και . . . . ήμεθα ευχαριστημένοι.

Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα• το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι. και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, 65 τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον• κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα επάνω του, και του 'δειξεαυτήν ν' απλοχερίση ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. 70 και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων, μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανετα ουράνια τότε η φήμη, του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, 75 'που ελογομάχησαν φρικτάεπίσημη θυσία, κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας, άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι• τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωναςτην θεία Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, 80 να ερωτηθή• και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας.

Ευχαρίστως εδέχθησαν την πρότασίν του οι ναύται, καθότι έμελλον να ακούσωσι τον κάλλιστον αοιδόν και αφήσαντες την πρύμνην κενήν συνεσωρεύθησαν εις το μέσον του πλοίου. Τότε ο Αρίων ενεδύθη τα καλλίτερά του ενδύματα, έλαβεν εις χείρας την κιθάραν, εστάθη όρθιος επί των εδωλίων και έψαλε τον όρθιον σκοπόν αφού δε ετελείωσεν ερρίφθη εις την θάλασσαν όπως ήτο, με όλα τα ενδύματά του.

Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμάτον βασιλέα• ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. 470 και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων.

την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα όπως καθίσητον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν 335 βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας, ή έξαφνατα γόνατα να πέση του Οδυσσέα· και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του· ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα. τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα 340 σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί καιτον κρατήρα, εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· «Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης 345 τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω. κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύριατην καρδιά μου άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης. θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, 350 πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω, εσύχναζα να τραγουδώτους δείπνους των μνηστήρων· ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι».