United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα είναι φρέσκα, αθώα και όμορφα όπως όταν είμαστε μικρά παιδιά και το σκάμε από το σπίτι για να τρέξουμε μέσα στον υπέροχο κόσμο. Η εκκλησία ήταν ανοιχτή, εκείνες τις μέρες της σαρακοστής, και ο Έφις πήγε να γονατίσει στη θέση του, κάτω από τον άμβωνα. Η Μαγδαληνή κοίταζε, χαρούμενη κι αυτή, σαν ισπανίδα κυρία, φιλοξενούμενη των Βαρόνων, που έχει βγει στο μπαλκόνι του Κάστρου.

Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, που πάλεψε και νικήθηκε, χωρίς όμως να ντρέπεται γιατί νικήθηκε. Από τότε ταξίδεψα πολύ κ' είδα πολλούς ανθρώπους. Όλα όμως μου είτανε ξένα κι όλα νεκρά, όσο που γράφηκε το βιβλίο αυτό. Γράφηκε σε φωτεινές καλοκαιρινές μέρες εκεί όπου τελειώνουν τα βραχόνησα κι αρχίζει η ανοιχτή θάλασσα. Και γράφηκε από έναν έρημο άνθρωπο, που δεν είναι πια έρημος.

Ενώ ο Μιλέζος έβγαζε από ένα κουτί τους μακριούς σκούφους από μαύρο πανί και ο Έφις μετρούσε με ανοιχτή την παλάμη την περίμετρό τους, κάποιος άνοιξε την μικρή πόρτα που έβγαζε στην αυλή και στο βάθος, με φόντο γιρλάντες από αμπέλι, φάνηκε, καθισμένη επάνω σε μια μεγάλη πολυθρόνα, μια επιβλητική γυναίκα που έγνεθε ήρεμη σαν βασίλισσα του παλιού καιρού. «Να η πεθερά μου∙ ρώτησέ την να σου πει εάν αυτά τα σκουφιά δεν μου κοστίζουν εννιά πέζα», είπε ο Μιλέζος, ενώ ο Έφις δοκίμαζε ένα τραβώντας επάνω στο μέτωπό του το άνοιγμα του σκούφου και διπλώνοντας την κορυφή επάνω στο κεφάλι του. «Διάλεξες τον καλύτερο, δεν είσαι αφελής, όπως λένε!

Ενωρίς ακόμα ο Βλογιάρης ο κήρυκας το διαλάλησε διπλές φορές. Άναψε και το μεγάλο φανάρι κάτω από τις θολωτές καμάρες απέξω κρεμαστό. Δυο φαντάροι, κορδωμένοι σαν ιδιάνοι, ήρθαν κ' έπιασαν την ανοιχτή πόρτα απομέσα. Ο Γιάνης, όταν τους είδε που εμπήκαν, έσυρε ένα σκαμνί, επήρε κ' ένα δίσκο απ το τεζάκι. Εστήλωσε το σκαμνί στην πόρτα παράμερα.

Την πόρτα ανοιχτή πως διάβολο την βρήκε; Πέρασε! Πέρασε.. Άγιος ΔημήτριοςΆγιος Νέστωρ. Νεανίας 20 χρονών. Είνε ίδιος με το μωσαϊκό του Αγίου Σεργίου, που βρίσκεται στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. ο Νέστορας εδώ! ΑΓ. ΝΕΣΤΩΡ. Τι είν' αυτό που βλέπουνε τα μάτια μου, Χριστέ! Σε πιάσανε; Σου βγάλαν το τιμητικά παράσημα!

Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ' αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ' ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην' ανοιχτή την θύρα έως στα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ' ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρη κλειστή την θύρα μου.

— Ο Θεός να σας συχωρέση μ' ό,τι κάματε, πολυέλαιος και πολυεύσπλαχνος είνε. Τόρα πάρτε αυτό το πλαστάρι το ψωμί, που σας άφησα εκεί στο κρεββάτι, νάτε κι αυτά τα δυο τάλληρα, κι αγάλι' αγάλια χωρίς να βροντήσετε και σας καταλάβουν και τραβάτε. Ν' αφήσετε μονάχα την πόρτα ανοιχτή, κι ότι έκαμα για σας να μη βγη από το στόμα σας.

Κι όσο λοιπόν έκαναν αυτά στην ανοιχτή θάλασσα, εχανόταν η βοή, επειδή οι φωνές σκορπιζότανε σε απλωτό ορίζοντα· άμα όμως, προσπερνώντας ένα κάβο, μπήκανε σε κόρφο σαν μισοφέγγαρο και βαθουλό, ακουότανε δυνατώτερη η βοή κ' έφταναν ξάστερα στη στεριά τα τραγούδια, που με το χρόνο τους ετραβούσαν κουπί.

Αργότερα που ήρθαν οι Χαγάνοι, επρόσθεσαν σ' εκείνα τις αδυναμίες τις δικές τους. Σκόρπισαν ολούθε με ανοιχτή καρδιά την πολυτέλεια, την επίδειξη, τα φανταχτερά και χτυπητά χρώματα. Πήραν να ειπούμε μιαν απλή ελληνοπούλα και της φόρτωσαν τ' ασημοχρύσαφα και τα γουναρικά μιανής ανατολίτισσας. Το βαρυφορτωμένο κορμί ασχήμηνε βέβαια.

Ωραία, είναι πολύς καιρός που το ξέρω τόνομά σου. Ορκίζομαι στα μαλλιά μου που άλλοτε ήτανε ξανθά, ότι αν το λογικό έφυγε απ' αυτό το κεφάλι, σεις είσαστε η αιτία, ωραία. Σεις δεν ωφείλατε να φυλάχτε το ποτό που ήπια στην ανοιχτή θάλασσα; Το ήπια, με τη μεγάλη ζέστη, σ' ένα χρυσό ποτήρι, κ' έπειτα τώδωσα στην Ιζόλδη. Σεις μόνη το μάθατε, ωραία. Δε θυμόσαστε πεια;