United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εγώ ήμην παιδιόθεν μεμνηστευμένος, αλλ' είχα χηρεύσει προτού νυμφευθώ, αποθανούσης προ ετών της μνηστής μου, η δ' ανεμοζάλη της Επαναστάσεως είχεν επέλθει πριν ή ο πατήρ μου προφθάση να συνάψη νέον δι' εμέ αρραβώνα. Τοιαύτα ήσαν της Χίου τα έθιμα.

Βαρειά θλίψη πλάκωνε τους λινούς, τα σπιτάκια και τις καλύβες των χωρικών. Μια ώρα κράτησε η ανεμοζάλη, η πλυμμύρα. Ύστερα αγάλι' αγάλια ξάνοιξε, ξαστέρωσε, τα σύγνεφα σκίστησαν, μάζεψαν, τράβηξαν δρόμο, σε λίγο χάθηκαν πέρα στις άκρες τ' ουρανού.

Την σήμερον ζώμεν και αποθνήσκομεν είς εδώ και άλλος εκεί, πλάνητες εν τω βίω και νεκροί ξενιτευμένοι, η δε ανεμοζάλη της διασποράς εκλόνισε και διέσπασε τους ιερούς δεσμούς, τους προσκολλώντας την καρδίαν των τέκνων εις των γονέων τα αναπαυτήρια.

Σαν έσαξε κάθε αρχηγός τους λόχους τους δικούς του, οι Τρώες με φωνή κι' αχό σαν όρνια ροβολούσαν, όπως στον ουρανό αψηλά οι γερανοί φωνάζουν, π' αφού σωθούνε από βαριά βροχή κι' ανεμοζάλη, κοπάδι στ' Ωκιανού πετάν με λαλητά το ρέμα 5 φέρνοντας φόνους κι' όλεθρο μακριά στους Σπιθαμένιους· πόλεμο εκεί αρχινούν κακό μόλις χαράξει η μέρα.

Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία, κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά• «σκληρός είσ' Οδυσσέα• σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη• σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος 280 εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρατην γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει, τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας• και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις, πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. 285 και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους, των καραβιών καταστροφή• τον χάρο που θα φύγης, την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη, Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας, 'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; 290 όθεν ας υπακούσουμετην μαύρη νύκτα τώρα• τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι, και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη»,

Αμίλητοι όλοι μας, σα να κοβότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου... Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γέρο Βασίλης είτανε τέτοιος ήρωας... Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλικαριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κ' έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του... Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δης.

Μα σαν τους είδε, πόνεσε η μαρμαρόλαιμη Ήρα 350 κι' αμέσως λέει της Αθήνας διο φτερωμένα λόγια «Ωχού μου, κόρη του Διός, Τι, πια δε θα νιαστούμε μια ακόμα καν στερνή φορά τους Αχαιούς που σβύνουν; Θάχουν θαρρώ άσκημα στερνά, και θαν τους συνεπάρει ανεμοζάλη ενός αντρός· μα αφτός πάρα λυσσάζει, 355 ο Έχτορας, γιατί έκανε έργο πολύ και θρήνος

Κλεφτρίνες, πλειο, κακές κλεφτρίνες, παιδάκι μ'! Τ' ακούς εσύ, όποτε έφερνε μπόρα, κι' όλες η νοικοκυράδες κι' η αργατίνες η παρακατινές, που μάζευαν της εληές στον κάμπο, εφορτώνονταν βιαστικά τα κοφίνια τους κ' έτρεχαν για το χωριό, αυτές η δυο μαυροφόρες, η Γιαρούδαινα κ' η Τούρκα, η μάνα της, έπαιρναν της κόφες τους κ' έτρεχαν για τα χωράφια! Ο λύκος στην ανεμοζάλη, πλειο....

Όταν, τα βάσανα του κόσμου, ανεμοζάλη, Κατάστρατα τον άνθρωπο χτυπάει και παραδέρη, Πόση, θρησκεία, 'σάνεσέ το λογισμό του φέρη, 'Βρίσκει γλυκειά παρηγοριάτην ιδική σου αγκάλη! Πόσαις φοραίς το χέρι σου, που λίβανα μυρίζει, Τα πικραμένα δάκρυα μας 'σάν μάνα τα σφογγίζει! Και τα γλυκά τα λόγια σου και τα ζεστά φιλιά σου Πώς μας κοιμίζουνε γλυκάτη μητρική αγκαλιά σου!

Έχουν προστάτη, έχουν δυνατόν προστάτη! εψιθύρισεν η Κυρά Ρήνη, δάκνουσα τα χείλη εκ πείσματος· μα κι' αυτού εγώ θα σας χωρίσω. Και λαβούσα κλάδον κουμαριάς με κόκκινα και απεξηραμμένα φύλλα, τον έρριψε με ορμήν επί της πυράς. — Ανεμοζάλητη στερηά και λίβαςτα πελάγη· είπε μετά θυμού.