United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ησθάνετό τις γλυκύν τον αντίλαλον ν' αναβαίνη από του ρεύματος διά των φύλλων της μυρωμένης εκείνης λόχμης ως ένθους και γοητευτική αρμονία νυμφών, κατακηλούσα την ακοήν και καθηδύνουσα την καρδίαν. Διά τούτο αι φιλοσκώμμονες άλλαι γυναίκες τας απεκάλεσαν, κατά το εγχώριον γλωσσικόν ιδίωμα, Αναράιδες . — Γιατί να μας λένε Αναράιδες ; έλεγεν ενίοτε η μεγαλειτέρα.

Ένθους ως εκ τινος μαρμαρυγής της εν τη ψυχή ιεράς φωτοβολίας του πεπρωμένου της η Γερακούλα υποκρίνεται ότι βλέπει και αυτή τας λευκαζούσας και κινουμένας μανδήλας κάτω εις τας πλατάνους, όθεν δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τα βλέμματά του ο δειλός ληστής, και ανακράζει μετά τρόμου ποιούσα τον σταυρόν της: — Αναράιδες, παιδί μου! πω! πω! Αναράιδες! Τι να γένω!

Επειδή δε και αύται δεν έδωκαν προσοχήν εις τους λόγους της, κουρασμέναι από το ταξείδιον, η γραία, έρημος απομείνασα πλέον εις την έρημον παραλίαν, είπε μετά τινος οργής: — Καλά σας είπανε Αναράϊδες!

Και ήρχιζε τότε η μήτηρ, βλέπουσα τα σειόμενα βρύα υπό του ρεύματος, να διηγήται προς τας θυγατέρας τον περί Νεράιδων μύθον, καλλωπίζουσα αυτόν κομψώς διά της αφελούς φαντασίας της: — Αι Αναράιδες ήτανε ώμορφες γυναίκες, μα πολύ ώμορφες. Ψηλές, λιγνές, κάτασπρες, ροδοκόκκινες, με ξανθά μαλλιά, κ' ετραγωδούσαν εις τα ρεύματα σαν αηδόνια κ' εχόρευον ελαφρές σαν αέρας, καλή ώρα σαν εσάς.