United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είδε τότε τον καπετάν- Φώκαν, ως φάντασμα, τυλιγμένον με την βαρείαν γούναν του, ιστάμενον εν μέσω του σκάφους και θεωρούντα κύκλω την φρίσουσαν τρικυμίαν με βλέμμα απλανές. Μ' οξύτατα λαλήματα η λαίλαψ κατέρριπτεν επ' αυτόν τας χιονονιφάδας τηςχιονόνερον παγωμένον — κ' η κόμη του, ασκεπούς όντος, ωρθούτο υπό του ανέμου, ως από φόβον.

Εκ των στίχων τούτων, και προ πάντων εκ των πρώτων, καταφαίνεται ότι τα Κύπρια έπη δεν είναι του Ομήρου, αλλ' άλλου τινός· διότι εις ταύτα μεν λέγεται ότι ο Αλέξανδρος, αφού ήρπασε την Ελένην από την Σπάρτην, έφθασε μετά τρεις ημέρας εις το Ίλιον βοηθούμενος υπό ούριου άνεμου και θαλάσσης γαληνιαίας· εις δε την Ιλιάδα λέγεται εξ εναντίας ότι άγων αυτήν επλανάτο τήδε κακείσε.

Και ο αγέρωχος μην, ήρχισε να ζητή μέσον εκδικήσεως, ενώ χάλαζα ογκώδης μετά σφοδρού ανέμου εξηκολούθει δεικνύουσα εις τους ανθρώπους την οργήν αυτού, πάντες δε εψιθύριζον με απορίαν: — Να ο γέρω Μάρτης· τώλπιζες τόρατα υστερνά του να φερθή έτσι; Αλλά δεν ανησυχούν και πολύ.

Αστραπή διαδέχεται την αστραπήν, βροντή την βροντήν και πριν προφθάση να εγερθή της θέσεώς της, χάλαζα παχεία μετά σφοδρού ανέμου αποκρύπτουν τα πέριξ από τους οφθαλμούς της.

Οι εχθροί είχον εγερθή του ύπνου έντρομοι και διεσκορπίσθησαν ατάκτως εδώ κ' εκεί, ως άχυρα εις το φύσημα του ανέμου. Πολλοί έδραξαν τα όπλα ν' αντεπεξέλθουν προς τον κίνδυνον αλλά το σκότος της νυκτός κ' η εκ του ύπνου σύγχυσις, έκαμνον αυτούς να μη βλέπουν ότι έσφαζον τους ομοφύλους των.

Ουδείς δε των Ιώνων εβοήθησε τους Μιλησίους, εκτός των Χίων, οίτινες απέδωκαν χάριν αντί χάριτος, καθότι προηγουμένως οι Μιλήσιοι τους εβοήθησαν κατά των Ερυθραίων. Κατά το δωδέκατον έτος, ενώ ο στρατός επυρπόλει αγρόν τινα, το πυρ, ερεθισθέν υπό του ισχυρού ανέμου, κατέκαυσε ταχέως τον αγρόν και έφθασε μέχρι του ναού της Ασσησίης Αθηνάς όστις και εκάη.

Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι. — Ο αέρας τρέμει.... του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα; — Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα; — Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω. — Και τα σύννεφα, Θεέ μου! — Βλέπεις τα μακρυνά βουνά; — Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους. — Ο άνεμος κλαίει; — Όχι.

Αλλά βιαία τις ριπή του ανέμου εκάλυψεν εν στιγμή διά πυκνής νεφέλης αυχμηρού κονιορτού και πλατείαν και ανθρώπους, επλήρωσε δε λύθρου και το στόμα του ενόρκου, όστις πτύων ελεεινώς χώμα και λόγους εσπιλωμένους, εφώναζε: — Σ' αφίνουν οι αστυφύλακες, οι νιουδαίοι! Επανελθούσα ούτω μετά ταύτα εις τον οίκον η Θωμαή, εκλείσθη εις έν δωμάτιον σκοτεινόν, ως την ψυχήν της, και έκλαιεν όλην την ημέραν.

Οι φιλόσοφοι ουδέποτε λησμονούν να εισαγάγωσιν αυτό ως παράδειγμα του Υψηλού εν ταις Καλολογίαις των· και, δεν ενθυμούμαι τώρα ποίος ζωγράφος ή ποιητής, ταξειδεύων εν φοβερά τρικυμία, παρεκάλεσε τον πλοίαρχον να προσδέση αυτόν στερρώς επί του ημιθραύστου ιστού του κλυδωνιζομένου σκάφους, όπως χωρίς να γείνη ανάρπαστος υπό του άνεμου ή των κυμάτων τέρψη την ψυχήν αυτού διά της υψίστης πνευματικής απολαύσεως, την οποίαν μετ' ολίγον δεν θα ηδύνατο πλέον να τη παράσχη εν τω άλλω κόσμω ο Θεός, με όλην αυτού την παντοδυναμίαν!

Το φως της ημέρας, αδιακόπως αυξάνον, εφώτιζε τόρα ευκρινώς τα δασώδη βουνά του Ζυγού, το πολύχρωμον αλβανικόν στρατόπεδον με τας σκηνάς και τας σημαίας και τα λάβαρά του, φοβεριστικώς ανακινούμενα υπό του πρωινού ανέμου, τ' αμαυρά τείχη και τους προμαχώνας της πόλεως πλήρεις θεατών, την λιμνοθάλασσαν κατάλευκον, στιζομένην που και που υπό των νησιδίων κ' εν τω μέσω τούτου του ημέρου πλαισίου τους δύο μονομάχους ανημέρως παλαίοντας.