United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς είχε στάλλα του έργα δεξί του χέρι το Βελισάριο, τον Τριβωνιανό, τη Θεοδώρα, έτσι και στα δοξασμένα χτισίματα του, στα μεγάλα εκείνα αρχιτεκτονικά του ποιήματαπου για τα μας αξίζουν το καθένα, ή τουλάχιστο ένα τους, μια αλάκερη Ιλιάδακαι δω βρήκε έτοιμο δεξί του χέρι τον αθάνατο Ανθέμιο, καθώς και τον Ισίδωρο.

Ως κ' η άγια εκείνη η πέτρα στον τόπο της μένει. Και το χωριό; Και το σπίτι; Θα τα ξαναδούμε και κείνα, σαν αρχίσουμε τα παραμύθια μας, τα ταξίδια μας. Κάθε βράδυ τώρα κι εμπρός, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε, θα την έχω την καλή σου τη συντροφιά. Θα ταξιδεύουμε κάθε βράδυ. Ταξίδια της φαντασίας ήσυχα και κρυφά. Θα βλέπουμε και θακούμε. Αχ, τι θα δούμε, και τι θακούσουμε! Μια ρωμιωσύνη αλάκερη!

Αναρωτήθηκαν, κουβέντιασαν, καθίσανε στο φαεί, άρχισε ύστερα το κρασί, κι από τη μια ομιλία στην άλλη βγήκε στη μέση κ' η ακόλουθη ιστορία. — Οχτώ χρόνια, γυρίζει και λέει ο κυρ Αλεξαντράκης του Μυλόρδουκαι με τέτοια πίκρα που πρώτη φορά καλοκοίταξε ο Άγγλος την πονοδαρμένη του όψηοχτώ χρόνια, και πότε μας φαίνουνται οχτώ μήνες πότε ζωή αλάκερη.

Στεφ. Να σε χαρώ, δεν μπορώ. Αν είμουν καλά, αλάκερη πλώσκα την άδειαζα για χατήρι σου. Β’ Παλικ. Μην τον ακούς το μαριόλο, κ' έχει πολλά η σκούφια του μέσα. Σιγανό ποτάμι είνε αυτός κ' έννοια σου. Μου τα είπε όλα μια ψυχή που σε είδε απόψε, μωρέ θεομπαίχτη, κι α δεν πιής το κρασί, σου τα βγάζω, καημένε. Βάστα τονε, γεια σου, δεν έχει να φύγη.

Είνε η ψυχή της σκλαβωμένης γενιάς μας· ο Μερκούριος Μπούας. Ένας σίφουνας που αν φύσαγε καταδώθε, θα σάρωνε για μιας το Χαγάνο και τη γενιά του. Μα δεν ήταν θέλημα Θεού. Τράβηξε κατά τη Δύση και στήριξε μιαν αλάκερη αυτοκρατορία με τη λόγχη του. — Αλλοίμονο! εμουρμούρισε ο Δημητράκης δακρύζοντας. — Ναι, αλλοίμονο και τρισαλλοί! έχεις δίκιο να κλαις· μα και να βλέπης πρέπει· είπε η κόρη σοβαρά.

Ως την άλλη άκρη τον έφερε ο αθώρητος οδηγός του, ο πεντάξυπνός του ο νους. Ως της Προποντίδας τα κύματα. Εκεί μονάχα στάθηκε, αφού πήρε μέσα στην καινούρια πόλη αλάκερη τη χερσόννησο που μας δείχνει ο χάρτης. Κι άρχισαν αμέσως να χτίζουν τειχίσματα και πόλη.

Ένα πρωί ανοιξιάτικο, που η πλάση αλάκερη πεντοβολούσε απ' τις μυρωδιές, μέσα σ' ένα δροσάτο φως, τα περιβόλια κ' οι ακρογιαλιές δεν είδανε τον Πέτρο και τη Μαρία. Ο Πέτρος ήτανε βαρυά πεσμένος στο στρώμα.

Τώρα πρέπει να βγη το ψωμί όπως όπως. Θα πης, και τι να σου κάμη λαός που φορτώνεται πεθαμμένη γραμματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθης! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ' έξη νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο... Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ' έξι; Σπολλάτη!

Μήνες, σα συλλογιζούμαστε τα μικρά μας που τα είχαμε εδωνά μέσα στο έρμο αυτό το σπιτικό· ζωή αλάκερη, σαν ανιστορούμε ταμέτρητα τα μερόνυχτα που περάσαμε ολομόναχοι κλαίγοντας, ελπίζοντας, παρακαλώντας, και πάλι ξαναπέφτοντας στην απελπισιά. — Δηλαδή από τα 21; κάνει ο Μυλόρδος, πασκίζοντας να καθίση τώρα κι αυτός διπλοπόδι, καθώς οι άλλοι. — Από τα 21, το χρόνο που άναψε η εφτάχρονη η φωτιά!