United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι εκεί οπού ανέμενεν αγρυπνών μια δυο βραδειαίς ο ιερεύς είδε μετά λύπης του τον Φραγκούλαν, ένα ακτένιστον και ξυπόλυτον καλόγηρον, ο οποίος σύρων τα ράκη του εις τα βουνά εμβήκε και εις τον Άγι-Αντώνην και αφού εσυγύρισε πανταχού τον ναΐσκον, έμπηξε φρέσκα λουλούδια εις τας αγίας εικόνας, άναψε τα κανδηλάκια του, και άρχισεν έπειτα να κάνη μετάνοιες.

Μία κλίνη εις το άκρον, επί της οποίας κάθηται αγρυπνών ο Βλέπυρος• πλησίον του καίει λυχνία, ενώ εκ του παραθύρου διαφαίνεται το πρώτον φως της ημέρας. ΒΛΕΠΥΡΟΣ αναπηδών εν οργή. Μωρέ. . .! η Πραξαγόρα! πού ήσουνα, παρακαλώ, πού ήλθες τέτοιαν ώρα; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Και τι σε μέλει, φίλε μου; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και τι με μέλει;!.., Να τη! τι κουταμάρες είν' αυτές;

Μετά την ανωτέρω εξομολόγησιν πολλαίς βραδειαίς ο παπά-Κονόμος απέμεινεν αγρυπνών ολομόναχος, έως την αυγήν, εις τον ναΐσκον, προσδοκών και αυτός πλέον να ίδη έστω και εις οπτασίαν, την προσφιλή του Κουκκίτσαν. Αλλ' εις μάτην ηγρύπνει· και ως προς μεν την περιποίησιν του ναΐσκου και το άναμμα των κανδηλίων επείσθη ότι ήτο πλάνη του βοσκού, τον οποίον απεκάλει ελαφροαΐσκιωτον.

Όλην την νύκτα, κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν . . . Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθή τρελλά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων . . . είτα, πριν απολύση η λειτουργία, εγώ έγεινα άφαντος.

Το βέβαιον είναι ότι αν έλειπεν ο γάτος θα ήτο καταδικασμένος ο αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού ουδενός άλλου πλάσματος δύναται να συμβιβασθή η συντροφία μετ' αδιαταράκτου διανοητικής εργασίας. Οι σκύλοι ή απασχολούσι παίζοντες θορυβωδώς ή κοιμώνται ως ασπάλακες, και τότε είνε ως να μη υπήρχον.

Πόσον επεθύμει αντί του ρακενδύτου εκείνου Φραγκούλα, να έβλεπε την Κουκκίτσαν του να συγυρίζη τον ναΐσκον και ν' ανάπτη τα κανδηλάκια του, έστω και ως φάντασμα, έστω και ως οπτασία. Έμεινεν αγρυπνών εκεί δύο σαββατόβραδα ακόμα. Όμως εις μάτην! Από τον πολύν πόθον κατήντησε ν' αναλογισθή μίαν νύκτα: — Ας την έβλεπα, και ας ήτον και βρυκόλακας! Αναφρικίασις διέδραμε τα μέλη του.

Ούτω ποιά τις θλίψις και αίσθημα αθυμίας ενέπεσε κατά την εσπέραν της ημέρας του θριάμβου. Δεν ήτο ασφαλές διά τον Ιησούν να μένη εν τη πόλει, ούτε ήτο σύμφωνον προς τας επιθυμίας Του. Απεχώρησε λάθρα από του Ναού, εκρύβη από των αγρύπνων εχθρών του, και προασπιζόμενος εισέτι έξω της πόλεως διά του ενθουσιασμού των Γαλιλαίων οπαδών Του, εξήλθεν εις Βηθανίαν μετά των Δώδεκα.

Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα.