United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διελογίζετο, ταλανίζων εαυτόν: — Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά σου; Είνε και ντροπή! Όχι άλλο! Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος, γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή: «Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν». — Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το πέλαγος ήσυχον.

Ο βαρώνος, καίτοι από πολλού δεν ήτο νέος, εξηκολούθει ν' αγαπά τας ευθύμους αγρυπνίας, το δάκρυ του Χριστού, τους ανανάδες, τους φασιανούς και τας καραβίδας. Εκ τούτων συνέβη να εξυπνήση την επιούσαν καλού δείπνου ανίκανος να τα χωνεύση, η δε ανικανότης του ανθίστατο από τριών ήδη ημερών εις όλα τα ιατρικά.

Διά να εντυπώση δε πλέον ανεξαλλείπτως εις το πνεύμα των τα περί αγρυπνίας μαθήματα, διηγήθη αυτοίς τας ωραίας παραβολάς των 10 Παρθένων και των Ταλάντων και εχάραξε δι' αυτούς εικόνα της μεγάλης εκείνης ημέρας της κρίσεως καθ' ην ο Βασιλεύς θ’ αποχωρήση απ' αλλήλων όλα τα έθνη· καθώς αποχωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από των ερηφίων· την ημέραν εκείνην όσοι έδειξαν την ελαχίστην αγαθότητα προς τον ελάχιστον των αδελφών του τούτων, θαναλογισθώσι ότι έπραξαν τούτο προς Αυτόν.

Λοιπόν έπεσε στα θεωτικά πράγματα. Έκαμε λειτουργίας πολλάς, και αγιασμούς, και παρακλήσεις. Επήρε τα ρούχα του γυιου της, και τα έβαλε να λειτουργηθούν υπό την Αγίαν Τράπεζαν. Επαίδευσε τον εαυτόν της με πολλάς νηστείας, αγρυπνίας, και γονυκλισίας. Τελευταίον προσέφυγεν εις την χάριν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας. Αύτη είχε παρά θεού το χάρισμα να διαλύη τας μαγείας και γοητείας.

Πάσα υποψηφίου δημάρχου οικία βρίθει περιέργων. Μ' όλους τους κόπους και τας αγρυπνίας, μ' όλας τας αηδίας των παρελθουσών ημερών, οι πτωχοί υποψήφιοι έχουσιν έτι την δύναμιν να ίστανται όρθιοι επί των επάλξεων, να μειδιώσι, να περιπατώσι και να δίδωσι τας τελευταίας οδηγίας προς τους ταχυδρόμους, ους αποστέλλουσι κομιστάς ειδήσεων εις τα διάφορα τμήματα της πόλεως.

Ουδεμίαν γνωρίζω κατάστασιν οδυνηροτέραν της νυσταλέας ταύτης αγρυπνίας, αν τύχη μάλιστα να επιδεινώσωσι ταύτην δαγκάματα σκνιπών και κωνώπων. Εις ταύτα προστίθενται πολλάκις και τα κέντρα της συνειδήσεως, κατά τας τοιαύτας προ πάντων ώρας ελεγχούσης ημάς, δι' όσα έτυχε να πράξωμεν κατά το διάστημα του βίου μας ανόητα ή κακά έργα.

Ή, τέλος, τον άφινε να κοιμηθή μισοζαλισμένος, και τα έκλεπτεν από τα φορέματά του, την νύκτα του Σαββάτου. Μόνον, την Κυριακήν πρωί, του έδιδε διά «χαρτζιλήκι» 40 ή 50 λεπτά. Λοιπόν είχε κτίσει τον οικίσκον από τας οικονομίας της, αλλά ποία ήτο η πρώτη βάσις του μικρού εκείνου κεφαλαίου; Την ώραν ταύτην, κατά την νύκτα της αγρυπνίας, διά πρώτην φοράν το εξωμολογείτο καθ' εαυτήν.

Ο σκοπός δεν είνε μικρός ούτε ανάξιος πολλής επιμελείας, αλλ' εξ εναντίας αξίζει πολλούς κόπους και αγρυπνίας και πολλάς άλλας κακοπαθείας. Σκέψου πόσοι οι οποίοι πριν ήσαν μηδαμινοί έγιναν ένδοξοι και πλούσιοι και μάλιστα ευγενέστατοι διά της ρητορικής.

Η αίθουσα εκείνη της αγρυπνίας ωμοίαζε πολύ μάλλον υπνωτηρίω· καθότι πλην του χωλού φύλακος ουδείς άλλος εφαίνετο εκεί αγρυπνών· έργον δε αυτού ήτο πιθανώς να σπεύδη εις την πρόσκλησιν των εν τοις κελλίοις αναπαυομένων, αν τις τούτων έκρουε τον κώδωνα εξυπνήσας.

Αλλ' ο άγιος ταχύς βοηθός, πάραυτα εξήγαγε το πλοίον μακράν του κινδύνου. Μία δε γλυκητάτη αύρα προσπνεύσασα ευώδης και αγιαστική ενέπλησε χαράς την καρδίαν των. Πόσαις φοραίς παιδίον με συνεκίνησεν η δραματική αυτή διήγησις! Η Κυρατσούλα ακούουσα της αγρυπνίας τους κώδωνας, έπαυσε χωρίς να θέλη τον θρήνον και «Πήγαινε, μάννα, το εικόνισματην Εκκλησιά», είπε. «Είνε αμαρτία να μη το πάμε».