United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ένα γλυκό βραδάκι, Που μοναχή η Πεντάμορφη αγνάντευε απ' το κάστρο, Τ' αγαπημένα αδέρφια της με πόνο ακαρτερώντας, Να πηλαλάη έν' άλογο βλέπει μακρυά 'ςτόν κάμπο. Απέρναγε σαν σύγνεφο οπού το διώχνει ο αγέρας, Κι' όπως βογγάει το σύγνεφο εκείνο εχλιμιντρούσε. Γοργό, αφρισμένο επλάκωσε σε λίγο μέσ' 'ς το κάστρο Μ' ένα δισάκι απάνω του και δίχως καββαλλάρη.

Κολοκοτρώνης κάθονταντο κόρμοβοτη ράχη, Και με το κιάλι αγνάντευε της Πάτρας τα μπουγάζια. Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος εγεννήθη εν τη αυτή του πολυμηχάνου του Τρωικού πολέμου Οδυσσέως πατρίδι, εν Ιθάκη κατά το 1790 έτος. Εγεννήθη χωρικός εις τα πέριξ της Αμφίσσης και εμαθήτευσεν εις τας συμμορίας του Πανουριά.

Ενίοτε, λίθοι τινές, από ύψος κατερχόμενοι, έπιπτον με ορμήν και κακίαν κατά του προσώπου της. Τους τελευταίους τούτους εφαίνετο πράγματι ως να τους εσφενδόνιζεν αόρατος χειρ κατά της κεφαλής της. Αφού τέλος, μετά τόσον λιθοβόλημα, έφθασεν εις την Σκοτινήν Σπηλιάν, την πρώτην ημέραν, εκάθισε κι' αγνάντευε το πέλαγος.

Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη, άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε: — Να! αυτός είναι!

Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν' αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά τούβαλε του Δημήτρη να φάη. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κ' έφαγε. — Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είνε λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι.

Αν είνε αλλοιώς, συμπάθα με. Τον είχα πάρει, που λες, με το μπρίκι μου. Πήγαμε να φορτώσωμε πυρήνα στο Βώλο. Καλός γεμιτζής ο Αγγελής και γερό παλληκάρι Σε κείνο το ταξίδι ωστόσο έγινε άλλος άνθρωπος. Η δουλειά του δουλειά, δε σου λέω! Μα ούτε να φάη, ούτε να πιή, ούτε να κοιμηθή μαθές. Ζαρωμένος στην πλώρη, κοντά στο τσιμπούκι, αγνάντευε το πέλαγο σα χαζός.

Φοραίς φοραίς το κέντημα κεντούσε με τραγούδια, Φοραίς φοραίς πισώρριχνε τα ξέπλεγα μαλλιά της, Κι' αγνάντευε το πέλαγο που απλώνονταν μπροστά της, Και γκαρδιακά αναστέναζε κ' εχτύπαγε τα στήθηα, Γιατ' αγριεμένο τώβλεπε, μαύρο, φουρτουνιασμένο· Κι' αυτή είχε λόγο, στο γιαλό να κατεβή το βράδυ, Κι' απ' το νησί ταντικρυνό, που χάνεται στο κύμα, Ο αγαπημένος της ναρθή, να πουν τον έρωτά τους.

'Στήν άκρα 'βγήκα κ' έκατσα, κι' αγνάντεψα τριγύρω Είδα δύο ελάφια πώβοσκαν 'σε μια παληοκαψάλα Κ' ο κυνηγός τ' αγνάντευε από ψηλή ραχούλα. Για να τους ρίξη σκιάζεται για να τους ρίξ' φοβήται. 'Ξήγα το Αντώνημ' 'ξήγατο, ξήγα το είνορόμου. Ήτο υιός του Γεωργίου Βότσαρη και θείος του ανδρείου Μάρκου. Εις πολλάς μάχας απέδειξε την μεγίστην αυτού ανδρείαν.

Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια.

Εκεί, έμενε κ' εκύτταζε το πέλαγος, το χορεύον από αγρίαν τρικυμίαν, κι' αγνάντευε, ζητούν να ξανοίξη πουθενά την βάρκαν. Κ' έκλαιεν η ψυχή του μέσα βαθειά, κ' εδάκνετο η καρδία του, διότι είχε κάμει παρακοήν και δεν επήγε μαζί με τον πατέρα του. Η χιονώδης βροχή είχε διακοπή, και πάλιν επανελήφθη, και πάλιν έπαυσε.