United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κόρη, για δος μου φίλημα 'ςτά μαύρα σου τα μάτια, Κόρη, εγώ σ' αγάπησα, κ' εγώ θα να σε πάρω. — Μήτρο, καϋμένε, μην το λες. Ρίξε τα μάτιαάλλη. ..................................................... — Τ' έχεις απόψε Μήτρο μου, και μου είσαι πικραμένος; — Δόλια μανούλα μ', άσε με, πλειότερο μη με θλίβεις. . . . Θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.

Τότες του Δία θύμωσε η κόρη και της είπε «Μη μ' ερεθίζεις, άμοιρη, κι' απ' το θυμό σ' αφήκω, «και τόσο σ' οχτρεφτώ όσο πριν σ' αγάπησα περίσσα, 415 και πλέξω τρομερούς σκοπούς ανάμεσα στους διο τους, τους Τρώες και τους Αχαιούς, κι άσκημα εσύ τελειώσεις

Ποτέ σου δεν θα μάθης συ πόσο σ' αγάπησα. . . Σαν διψασμένη γης, νεροποντή, σε λαχτάρησα. . . Σαν φείδι στα σεντόνια μου στριβόμουνα ολόκληρες βραδυές και μαραινόμουνα ίδιος λωτός στον ήλιο. Τώχες νοιώσει δα και συ, γιατί σαν έβλεπες χρυσή βροχή να ρίχνουν η ματιές μου στο κορμί σου, αλλού εγύριζες την προσοχή σου.

Σκυμμένη στα πόδια του ερημίτη, η Ιζόλδη είπε κι' αυτή, θρηνητικά: «Δε θα ζήσω πεια άλλο έτσι. Δεν λέω πώς μετανοώ επειδή αγάπησα τον Τριστάνο και τον αγαπώ, ακόμη και πάντοτε. Αλλά τα σώματά μας τουλάχιστον, από δω και πέρα, θα χωριστούν». Ο ερημίτης έκλαψε κ' εδόξασε το Θεό. «Θεέ! ωραίε παντοδύναμε Βασιλέα!

Έζησε μια θλιμένη, παράμερη ζωή, κοντά σε μια θειά της στην Αίγυπτο, και τον καιρό, που εγώ παντρεμένος σαν το χυδαιότερο αστό, με μια γυναίκα που δεν την αγάπησα ποτέ μου, ζητούσα να την ξεχάσω, ξεχνώντας τον εαυτό μου, αυτή έμεινε προσηλωμένη στ' όνειρο το σβυσμένο της αγάπης μας. Τώρα βρίσκεται εδώ.

Ποία είναι; Πούθ' έρχεται; Κοντά στον Τριστάνο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, τρελλή από το κακό που η ίδια είχε κάνει, χτυπιώτανε με μεγάλες φωνές απάνω από το πτώμα. Μπήκε η άλλη Ιζόλδη και της είπε: «Σηκωθήτε, κυρία, κι' αφήστε με να πλησιάσω. Έχω πειο πολλά δικαιώματα να τον κλάψω, πιστεύτε με. Πειο πολύ τον αγάπησα». Γύρισε κατά την ανατολή και παρακάλεσε το Θεό.

Το λάθος μου ήταν πως αγάπησα πολύ. Κ' οι άντρες που τους αγαπήσαμε, όταν επέρασε το καπρίτσιο τους, μας βλέπουν σα λεπρές και κρατούν τις γυναίκες τους, κρατούν τις κόρες τους, μακρυά απ' το μόλυσμα . . . Έχουνε δίκιο. ΦΛΕΡΗΣΓιατί με ειρωνεύεσαι, Λέλα; Είσαι κακή ... ΛΕΛΑΌχι δεν ειρωνεύομαι εσένα.

Να μεγαλώση, να την βρω 'ςτό ξέφωτο μια μέρα Να της ανοίξω την καρδιά και να τήνε φιλήσω ... Σήμερα που την εύρηκα ναρχέται από τη βρύσι Και της εγύρεψα φιλί 'ςτά μαύρα της τα μάτια, Εκείνη μου τ' αρνήθηκε, και μούπε αλλού να στρέψω, Γιατί την έχ' η μάνα της μικρούλ' αλλού ταμμένη ... Γι' αυτό θα πάρω τα βουνά, θα πάω να γίνω κλέφτης, Κ' εγώ, που την αγάπησα, εγώ θα να την πάρω.

Εγώ τώρα τη ζωή μου τη βλέπω σκλαβωμένη Η αληθινή ευτυχία ήταν της παληάς μου ζωής. Για μεγάλα γλέντια, μάλιστα! Θαρρώ πώς η μητέρα έχει δίκηο. Να είμαι τρελλός για την Ελένη, τη μόνη γυναίκα που αληθινά αγάπησα, τη γυναίκα που ήταν, πούβλεπε, που αισθάνουνταν τη ζωή, όπως εγώ και να παντρευθώ με τη Μαρία. Αδυναμία χαρακτήρος!

— Ε! καλά, του είπε, αγαπάτε πάντα τρελά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη του Τούντερ-τεν-τρονκ; — Μάλιστα, κυρία, απάντησε ο Αγαθούλης. Η Μαρκησία συνέχισε μ' ένα τρυφερό μειδίαμα. — Απαντάτε σαν ένας νέος της Βεστφαλίας· ένας Γάλλος θα μούλεγε: είναι αλήθεια, πως αγάπησα την δεσποινίδα Κυνεγόνδη, αλλά βλέποντάς σας, φοβούμαι, μη δεν την αγαπώ πια! — Αλίμονο!