United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάλιστα να σας πω την αλήθεια, δε βλέπω, δεν ξέρω πώς είναι δυνατό να παραξηγηθή· εμείς συνηθίζουμε πάντοτες τα κύρια ονόματα με το άρθρο. Για να είναι η ζούλια Giulia, έπρεπε νάχη πρώτα κ' ένα η . Έτσι βάζουμε ήσυχα Ζούλια, πολύ πιο ήσυχα μάλιστα παρά αν έπρεπε να βάλουμε Constance, γαλλικά, που γίνεται παρανόημα πολύ πιο έφκολα.» «Άξαφνα, στον ύπνο μου μέσα, μου φάνηκε πως το ρολόγι μου σπάνει.

Είπε, κι' εκιός σαν αστραπή σηκώθηκε οχ τον ύπνο, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Γέρο, δεν τρώγεσαι, ήσυχα πώς κάθουνται δεν ξέρεις. Μα κι' άλλοι τάχατε Αχαιοί δε βρίσκουνται πιο νιοι σου 165 παντού, να τρέξουν κι' όλους μας να κράξουν έναν ένα τους αρχηγούς; Μα, γέρο, εσύ περιορισμό δεν έχεις

Αλλά πώς θα δυνηθή ο Αμλέτος, με τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του, με την έμφυτον ειλικρίνειάν του, να αντικρύση εις το εξής ατάραχος την όψιν μιας μητρός εξαχρειωμένης, η οποία και ζώντα αδίκησε και νεκρόν εξακολουθεί να αδική τον πατέρα του, και ενός ανάνδρου υποκριτού, ο οποίος ατιμώρητος απολαμβάνει ήσυχα τους καρπούς της αδελφοκτονίας; Ό,τι δεν δύναται να κατορθώση η προαίρεσις, θα το πλάση η φανταστική δύναμις με την συνδρομήν ισχυράς θελήσεως· θα πάρη ο Αμλέτος ήθος αλλόκοτο, μωρό · θα παρουσιασθή από τώρα, και οπότε και όσον είναι ανάγκη, με όψιν καθ' ολοκληρίαν τεχνητήν, και τούτη η φαινομενική μεταμόρφωσις θα τον καταστήση ικανόν να ομιλή και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα αληθή αισθήματά του χωρίς να προδώση τον απόκρυφον σκοπόν του.

Λέγει του έπειτα ο βασιλεύς· ιδού λοιπόν τώρα το βασίλειόν σου και η πόλις σου ευρίσκονται ήσυχα και ατάραχα· θέλεις βασιλεύσει εις το εξής αναπαυμένος εις όλας σου τας ευτυχίας· και αν μεν ευχαριστήσαι να έλθης εις την ιδικήν μου πολιτείαν, όπου είσαι τόσον πλησίον, εγώ θέλω σε δεχθή ωσάν ίδιον μου υιόν με όλας τας περιποιήσεις και τιμάς, ωσάν να ήσουν εις την ιδίαν σου πολιτείαν.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύοτην καλύβα, φαγοποτώντας ήσυχα, καιτα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.

Εάν ημπορούσα μόνον να τους εξετάσω ήσυχα, θα ημπορούσα να σας είπω ποίοι ήσαν!

Μόνο πως δεν ήθελε να πεθάνη στην εγχείριση, μα είταν ευχαριστημένη να κλείση τα μάτια ήσυχα κ' ήθελε μόνο να ζήση με τους πόνους τόσο, όσο της χρειαζότανε να προετοιμάση τα παιδιά για ό,τι μέλλει να γίνη και να ταποχαιρετήση. Όλα αυτά μου ήρθαν τόσο ξαφνικά, ώστε δεν μπορούσα να συγκεντρώσω τους στοχασμούς μου, πολύ λιγότερο να βρω λόγια να της απαντήσω.

Άρχισα να τα βλέπω πάλι τα ταπεινά γνωρίσματα της Σκλαβιάς, το αιώνιο, το χαμηλόβλεπο σκύψιμο, τις μαριόλικες τις ματιές, τα χέρια τα κρεμασμένα, μα όχι και πάντα ήσυχα, όχι πάντα ακαμάτικα, γιατί κι από δουλειά ξέρουν, και της γλώσσας τη δουλειά κάμνουν, όταν αυτή όρεξη ή και θάρρος δεν έχει λέξη να ξεστομίση.

Τι έκαμα εγώ! είπε συνάψας τας χείρας. Τώρα βλέπω ότι κακά έκαμα! Γμου, Γρου! Να έσπαζα το ποδάρι μου. Να έβγαζα το λαιμό μου. Τζάνουμ μη χτυπιέσθε έτσι. Χμου, Γρου! Μάχτο, φεύγα, μη κτυπάς. Θα σε σκοτώσουν, Μάχτο! Ε, δεν κάνετε ήσυχα. Κύτταξέ τους! Βούγκο! άκουοε τον πατέρα σου. Λυσσασμένοι είστε όλοι. Ωχ, καϋμένος! Ησυχάσατε, και μη κάμετε τόσο άσχημα.

Δεν υπάρχει παραδοξώτερον εν τη φύσει από τον οργανισμόν του ανθρώπου· βλέπει μίαν βάσανον καθ' ύπνους, εξυπνά έντρομος· την υφίσταται εγρηγορών, πίπτει ήσυχα και κοιμάται. Μάθε προσέτι και τούτο: ό,τι άσχημον ίδης, δεν είνε διάβολος· εάν ούτος ήτο τόσον δυσειδής, όπως τον ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι, θα ήτον ακινδυνότερος και αυτών των Χερουβείμ· δεν θα είχε κανένα οπαδόν.