United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά μόλις ήρχιζαν, εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινές να λευκάζωσιν εδώ κ' εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον Βλαχάβαν, είχε στρατευθή υπό τον Νικοτσάραν.

Να χαθή, ο αφωρισμένος, που θέλει λεφτά! είπον μετά θυμού. Η ανάγκη τον έκαμε μίαν ημέραν και απεφάσισε να εξέλθη εις την αγοράν και ζητήση εργασίαν. Ήτο μεγάλη έλλειψις εργατών και τα κτήματα είχον ανάγκην να σκαφούν διότι ήρχιζαν ν' ανοίγουν. — Θα με ιδούν πώς έγεινα και θα με λυπηθούν διελογίσθη ο Δημήτρης. Και εξήλθε με την αξίναν του εις την αγοράν.

Φαίνεται όμως, ότι ο άνθρωπός μου είχε δίκαιον διότι όσον ο χρόνος παρήρχετο και έχανον το χρώμα μου, παρετήρουν ότι τα άλλα καπέλλα, τα οποία μ' εχαιρέτων καθ' οδόν, ήρχιζαν να ελαττώνουν του σεβασμού των τας ενδείξεις· μίαν ημέραν δε ο κύριος μου έχασε την υπομονήν, και είπε προς εμέ με θυμόν: — Πήγαινε να χαθής πλέον! δεν σε χαιρετά τώρα κανείς και δεν μου χρειάζεσαι.

Εν τω μεταξύ τούτω οι Μυτιληναίοι βλέποντες ότι δεν ήρχοντο τα από της Πελοποννήσου πλοία, ότι ο καιρός παρήρχετο και ότι τα τρόφιμα ήρχιζαν να τελειώνουν, αναγκάζονται να συνθηκολογήσουν προς τους Αθηναίους διά την εξής αιτίαν.

Εν τούτοις αι εβδομάδες παρήρχοντο και ήρχιζαν οι χωρικοί να λησμονούν την ιστορίαν αυτήν, ή τουλάχιστον να μη ομιλούν περί αυτής, ότε, περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου, έρχεται μίαν αυγήν ο πατήρ του Χρήστου και μου λέγει ότι ο υιός του δεν είναι καλά. — Τι έχει; — Δεν ηξεύρω. Έχει θέρμην δεν έχει όρεξιν. Υπήγα αμέσως να τον ίδω.

Έπειτα πώς τον είχεν αγαπήσει η Πηγή; Δεν ήτο λοιπόν αδύνατον ναγαπηθή και υπό της Ζερβουδοπούλας και η φιλοτιμία του επέβαλε να επιμείνη διά ν' αποστομώση και εκείνους οι οποίοι ήρχιζαν να τον εμπαίζουν διά τας αποτυχίας του και να ψιθυρίζουν εις την διάβασίν του «Δε σε θέλει». Αν δε και πάλιν απετύγχανεν, ήξευρε πλέον τι θα έκανε.

Τα παντοπωλεία ήσαν κλειστά και τα άλλα μαγαζεία. Ολίγος κόσμος εφαίνετο έξω. Μόλις ήρχιζαν την ώραν εκείνην, κρυφά -κρυφά, ν' ανοίγουν μερικά υπόγεια, τα οποία εν Αθήναις είνε επτάψυχα, σαν την επτάψυχη γυναίκα, που πότε πεθαίνει και πότε ανασταίνεται.

Αι συγγενείς του γυναίκες ήρχιζαν να υποπτεύουν ότι η Ζερβούδαινα του είχε κάμη μάγια, ότι κάτι τον είχε ποτίση και τον ετρέλλανεν. Αλλά και τι να της ειπούν; Η χήρα ηδύνατο να στρέψη εναντίον των τας αιτιάσεις των, αφού η κόρη της δεν τον ήθελε και αυτός επέμενε να την παρενοχλή και να την καταδιώκη.

Αφού λοιπόν είπα αυτά, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν διά να ιδώ κατά ποίον τρόπον θα επελαμβάνοντο της συζητήσεως και πως θα ήρχιζαν διά να παροτρύνουν τον Κλεινίαν εις την άσκησιν της σοφίας και της αρετής.

Θα ήρχιζαν τότε τα δανεικάκαι αγύριστα βεβαίωςκαι αιτήσεις βοηθείας, και μεμψιμοιρίαι, και δυσαρέσκειαι και υποψίαι ίσως ακόμη, — τις οίδεπερί της πηγής του πλούτου των . . και φθόνος, . . . και χίλια άλλα κακά . . . Έπειτα ο κύριος Μαρής είχε ειπεί να του τα επιστρέψουν, αν πάγουν καλά η δουλειαίς των . . . Δεν έπρεπε να προσέξουν μήπως ζημιωθούν; Χωρίς άλλο! αλλά πώς; . . . απλοί άνθρωποι ως ήσαν; . . .