United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πώς; είπεν η Δηλαρά, θέλεις εσύ να φυλάξης αυτόν τον τυραννικόν όρκον; ήξευρες εσύ, οπόταν τον έκαμες, πως ήμουν εγώ εκείνη που έταξες διά να τον φυλάξης, και περιπλέον στοχάζεσαι ότι η Δηλαρά να μην αχρήζη περισσότερον από μίαν επιορκίαν; α, Κουλούφ, ακολούθησεν αυτή κλαίοντας, εσύ δεν με αγαπάς, και διά τούτο θέλεις να με χωρίσης.

Όμως πολύ είμαι ανήσυχη μη σ' έπεισε ν' αλλάξεις 555 η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου· τι ήρθε κοντά σου σύνταχα και σούπιασε το γόνα, και μ' όρκο εσύ της έταξες, το βλέπω, να βοηθήσεις τον Αχιλιά, και Δαναούς πολλούς να ξολοθρέψειςΤότες γυρνάει του Κρόνου ο γιος και με θυμό της κάνει 560 «Καημένη, δε σε ξεγελώ, μον πάντα κάτι νιώθεις.

Την ερχομένην ημέραν έρχεται η Μεδινά, και την ξυπνά λέγοντάς της, σηκώσου, αγαπημένη μου αδελφή, να διηγηθής την ιστορίαν που έταξες την απερασμένην ημέραν, διότι έχω πολλήν περιέργειαν διά να την ακούσω, επειδή και καταλαμβάνω ότι θέλει είναι πολλά ωραία. Η δε Χαλιμά σηκωθείσα, ευθύς άρχισε να την διηγηθή, καθώς θέλετε ακούσει. &Ιστορία του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου και του Βεζύρη του.&

ΒΟΥΡΓ. Μόνον ό,τι μου έταξες ζητώ, και ούτε περιμένω να δώσης ολιγώτερον. ΛΗΡ Ω Βουργουνδέ γενναίε, αλήθεια τόσον ήξιζεν, όταν την αγαπούσα, αλλ' από τότ' εξέπεσε. Ιδού, εμπρός σου στέκει. Αν βλέπης τίποτ' αρεστόν ς' το υποκείμενόν της, ή κι' αν ολόκληρη αυτή σ' αρέση, προικισμένη με όχι άλλο τίποτε παρά με την οργήν μου. είν' ιδική σου, πάρε την! ΒΟΥΡΓ. Τι να ειπώ δεν 'ξεύρω.

Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε, ίσα-μπροστά, να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του. — Το θυμούμαι, είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.

Ω ετούτο δεν θέλω το γροικήσει, απεκρίθη ο βασιλεύς· εσύ έμεινες νικημένη από τούτον τον χαριέστατον νέον, ενώπιον τούτου του μεγαλοπρεπούς Ντιβανίου· δος λοιπόν το χέρι σου διά να γένη νυμφίος σου και μη φαίνεσαι πλέον σκληρή· ενθυμήσου το τι μου έταξες, πως όποιος ευρεθή να διαλύση τα αινίγματά σου, αυτός θα είνε χωρίς άλλην πρόφασιν νυμφίος σου· εγώ επάνω εις τον λόγον σου έκαμα την σκληράν απόφασιν που έως τώρα ηκολούθησα· όμως απ' εδώ και εμπρός μη στοχασθής πως θα σταθώ εις την απόφασίν μου, επειδή εβγήκα από το χρέος του όρκου μου.

Ναι, αδελφέ, χωρίς αμφιβολίαν είναι καθώς λέγεις· λοιπόν ας γυρίσωμεν εις τα βασίλειά μας, λέγει ο Σχαζηνάν, κατά την συμφωνίαν που μου έταξες, όταν δηλαδή ιδούμεν ένα παράδειγμα μεγαλύτερον από τα ιδικά μας· ιδού λοιπόν το είδαμεν, και το επράξαμεν χωρίς το θέλημά μας· προς τούτοις λοιπόν, λέγει ο Σχαζηνάν, εγώ ξεύρω τώρα τον τρόπον πώς να μεταχειρισθώ τις γυναίκες μου διά να είνε εμπιστευμένες, δεν εξηγούμαι περισσότερον, και είμαι βέβαιος ότι θέλεις ακολουθήσει το ιδικόν μου παράδειγμα.

Η Φατμέ επάνω εις αυτό είπεν· επειδή και η αδελφή μου φαίνεται πως συγκλίνει διά να σε υπακούση, με τα όσα της έταξες, πρέπει να μας αφήσης, διά να πάμεν ετούτα τα σκουτιά εις εκείνους που μας τα έδωσαν, και υστερώτερα γυρίζομεν διά να σε ακολουθήσομεν.

Ο ψαράς ακούοντας ότι θα πλουτίση διά να ελαφρωθή από το βάρος της φτώχιας με αυτήν την ελπίδα άρχισε να κλίνη εις τας παρακλήσεις του Τελωνίου, και λέγει του· πώς ημπορώ να βεβαιωθώ εις την υπόσχεσίν σου; φοβούμαι να μη με γελάσης· κάμε όρκον πρώτον εις το όνομα του μεγάλου Προφήτου, ότι θα φυλάξης όσα μου έταξες, και εγώ είμαι έτοιμος να ανοίξω το αγγείον, και στοχάσου καλά να μην αυθαδιάσης και παραβής ένα τέτοιον όρκον, διότι η παράβασίς σου θέλει σε παιδεύσει χειρότερα.

Ναι, ω βασιλέα μου, ομολογώ πως αχρήζω τον θάνατον και αν η βασιλεία σου, αφού ήκουσες όλες τες ανομίες που έπραξα, οι οποίες συνθέτουν την ιστορίαν μου, μετανοείς πως μου έταξες να μη με φονεύσης, εγώ ευχαριστούμαι να γυρίσης τον λόγον σου, και να παιδεύσης ένα τρισάθλιον, που μόνος του ομολογεί πως είναι ανάξιος να ζη πλέον επάνω εις την γην.