United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστρεψε το βλέμμα πέριξ, ητένισε τον υιόν της, ο οποίος της εφάνη παραπονούμενος διά την προτίμησιν εκείνην. — Τόρα έχω δυο γιους· είπεν υπερηφάνως. Και περιβαλούσα διά της αριστεράς χειρός τον Ζάχον, έσφιξεν αυτόν και το καρυοφύλλι εις τον κόλπον της, φιλούσα και τα δύο μετά της αυτής ορμής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!

Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ' η μάνα σου. Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση. — Έλα, πάμε! προσέθηκε. — Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και εσκίρτησεν η καρδιά του. — Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου.

Τα ενθυμούμαι ταύτα πάντα ως να συνέβησαν χθες. Ο πατήρ μου είχε προχωρήσει εις συνάντησιν των προς ημάς ερχομένων. Μετ' ολίγον επέστρεψεν ακολουθούμενος υπό γέροντος, τον οποίον δεν ανεγνώρισα. Αλλ' η μήτηρ μου τον ανεγνώρισε και εγερθείσα έδραμε προς αυτόν. Ο γέρων ήνοιξε τας αγκάλας του και έσφιξεν επί του στήθους την μητέρα μου. Ήτο του πατρός της ο αδελφός.