United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συ μου το έστειλες και εγώ δεν διστάζω. Όλα! Όλα! Έτσι εκπληρώνονται όλες η επιθυμίες και η ελπίδες της ζωής μου! Θα κτυπήσω ψυχρός και απαθής τη σιδερένια πόρτα του θανάτου. »Να μπορούσα να έχω την ευτυχία να πεθάνω για σένα, Καρολίνα, για σένα να θυσιασθώ! Ήθελα με θάρρος και φαιδρός να πεθάνω αν μπορούσα να σου ξαναδώσω την ησυχία, την ηδονή της ζωής σου.

Και λέγεις λοιπόν ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον η Λίγεια εις του Νέρωνος; Επίτρεψον να σου απευθύνω ακόμη μίαν ερώτησιν: — Διατί δεν έστειλες την Λίγειαν εις εμέ κατ' ευθείαν;

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Έρχομαι, αφού ανεκάλυψα το παιδί σου, το οποίον κρυφά από την θυγατέρα μου έστειλες εις άλλο σπίτι. Επίστευες ότι εσέ μεν θα σώση αυτή η θεά, το παιδί σου δε εκείνοι που το έκρυψαν. Αλλ' απεδείχθης ολιγώτερον έξυπνη από τον Μενέλαον. Αν δεν φύγης από αυτόν τον τόπον, θα φονεύσωμεν αυτό αντί σου.

Όλ' αυτά τα ήξευρ' από πρώτα. Αλλά διά τον γάμον μας ειπέ μου, τι σου είπε. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Η κεφαλή μου πώς πονεί! Φοβούμαι να μη σπάση. Ωχ! πώς πονεί κ' η ράχη μου! η ράχη μου — η ράχη! Μ' επρόκοψες που μ' έστειλες να τρέχω τόσον δρόμον, κ' επάνω κάτω να γυρνώ, του θανατά να γείνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πολύ λυπούμαι να πονής, καλή μου παραμάνα· καλή, — καλή μου, λέγε μου, τι είπεν ο Ρωμαίος;

Γιατί όμως δεν έγραψες δυο λέξεις, δεν έστειλες χαιρετίσματα; Κι όμως τόσοι ήρθαν από την Αμερική!» Ο Έφις έκανε ν’ απαντήσει, αλλά είδε τη Νοέμι να γελά σαν να ήξερε κι εκείνη την αλήθεια, και έπαψε ακόμη πιο ταπεινωμένος. «Κι έφυγες έτσι, Έφις! Σαν να σ’ είχαμε προσβάλει, χωρίς να πεις μια λέξη, Έφις!

»Θυμάμαι τα λουλούδια που μου έστειλες όταν δεν μπόρεσες στην άθλια εκείνη συναναστροφή να μου πης μια λέξη, ούτε καν να μου προσφέρης το χέρι; »Ω! τη μισή νύκτα ήμουνα γονατισμένος μπρος σ' αυτά και μου επεσφράγισαν την αγάπη σου.

Ω γενναιότατε Αμπτούλ, τα δώρα που μου έστειλες είνε τόσον υπερβολικά και πλούσια, που διστάζω να τα δεχθώ· και παρακαλώ σε δος μου την άδειαν διά να σου τα επιστρέψω οπίσω· επειδή και μου φθάνει η δεξίωσις, που μου έκαμες, η οποία είνε αρκετή διά να κηρύξω την γενναιότητά σου εις όλον το Μπαγδάτι.

«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα »κ' ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι »που μ' έβγαλες απ' τη φωτιά του πόθου πριν με κάψη »κ' έστειλες και μ' εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου· »γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας »πιο καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Ταλαίπωρε, του λέγει ο Κατής, διά ποίον με παίρνεις; δεν ηξεύρεις που εγώ ημπορώ να σε παιδεύσω κατά πως σου πρέπει και να σε βάλω εις τα σίδερα, που παίρνεις τόση τόλμη να αναγελάσης με εμένα; φοβήσου τον θυμόν μου, ω δυστυχή, και αντίς διά τούτο το τέρας της φύσεως που μου έστειλες, δος μου την άλλην σου θυγατέρα, της οποίας η ευμορφιά μου είνε πολλά επιθυμητή· ειδεμή θέλεις δοκιμάσει πόσον ημπορεί να κάμη ένας Κατής θυμωμένος.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 330 «Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου, 'που μώκαμετον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος, και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου, να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. 335 τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι, όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα, μικρό παιδί κατόπι σουτον κήπο· κ' ένα ένα, ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες. τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, 340 συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι, πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις, αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας».