United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας μικρός Μάκαρας σχημάτιζε τη φωνή γρύλλου καθώς έσερναν από κει τα σχοινιά των σημάτων, κι' όταν είχανε κατέβει τα σήματα ο Μάκαρας άφησε πάλι την ίδια φωνή του γρύλλου.

Όταν όμως στα 350 σκοτώθηκε κι ο Κώστας από το Μαγνέντιο, κι ο Μαγνέντιος πάλι μετά τρία χρόνια από τον Κωστάντιο, κ' έμεινε ο Ανατολικός Αυτοκράτορας μόνος του, δίχως μήτε κρίση μήτε δική του απόφαση, και τον έσερναν από τη μύτη οι Αρειανοί, τι άλλο μπορούσε να προσμένη η Ορθοδοξία παρά συφορές κι από τις πρώτες πιο χερότερες!

Κι' ως στο πυργί σαν έφτασε κι' ως στων αντρών τον κύκλο, ρήχνει τα μάτια ... στέκεται... και βλέπει ομπρός στη χώρα που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι. 465 Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω σωριάστηκε, μες στο λαιμό τής πιάστηκε η ανάσα, κι' έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή τηςστεφάνι και χρυσόχτενο κι' ωριοπλεμένο δίχτυκεφαλοδέτη πούλαβε απ' τη χρυσή Αφροδίτη, 470 τη μέρα νύφη ο Έχτορας π' από του Αητιού τον πύργο την πήρε αφού της χάρισε μύρια στολίδια πλούσια.

Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.

Νεράιδες ζωντανές, ασπροφορεμένες, που έσερναν τον χορό, κ' ετραγουδούσαν, μέρα μεσημέρι: «Ημείς παίρνουμε της μιλιές, ημείς καλές κυράδες». Και κα-κα-κα τα γέλοια, κα-κα-κα τα γέλοια. Εγώ ήκουα μετά προσοχής, κ' εκύτταζα γύρω γύρω, ως να ήλπιζα να ιδώ κάπου ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, κάτω στο ρέμμα, της «καλές κυράδες», όπου έλεγεν ο Νικολός.

Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κ' ήρθε, θαρρώ, η ώρα νακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε. — Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός.

Μα σχοινί δεν ήταν πουθενά· η Χλόη όμως αφού έλυσε μια κορδέλα της τη δίνει στο γελαδάρη για να την ρίξη· κ' έτσι εκείνοι στεκάμενοι στην άκρη του λάκκου τραβούσαν κι' ο Δάφνης ανέβηκε κρατώντας την κορδέλα, που την έσερναν.

Η σκοτεινιά διπλήτριπλή εκάθιζε γύρω μας. Πού ήταν οι ξέρες; πού το Μπουγάζι; πού μας έσπρωχνεν ο άνεμος και πού μας έσερναν τα ρέματα; τίποτα! Εχάθηκαν για 'μας τα γαλόμετρα. — Τραβέρσο· λέγει τόρα σκεφτικός ο καπετάν Δρακόσπιλος. Δεν μας έμενε άλλο παρά να ορθοπλωρίση το μπάρκο. Επρόσταξε γοργά τους ναύτες να χύσουν και να κατσάρουν τη μαΐστρα, να κάμουν τη μπούμα, να μολάρουν τους φλόκους.