United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι και μια γυναίκα, είνε περισσότερ' από μια ώραήρθε και εγονάτισε στο μνήμα· θάκαμε ως φαίνεται, λάθος. — Ποια γυναίκα; είπεν ο Κλέων. — Την είδα από κει κάτω, από τη γωνιά μου, μα όσο να έρθω να ιδώ έφυγε . . . Μια πολύ αδύνατη, μου εφάνηκε. — Ά! είπεν ο ιατρός. Και απεμακρύνθη βραδυπορών. Εβάδισεν επί πολύ εν ταραχή.

Βλέπω το θάνατό σας μπροστά μου την ίδια ώρα με τον δικό μου. Αλλοίμονο! φίλε, δε θα ικανοποιηθή ο πόθος μου: ήτανε να πεθάνω μέσα στα χέρια σας, να με θάψουν στον ίδιο τάφο με σας. Αλλά θα πεθάνω μόνη, και δίχως εσάς θα χαθώ στη θάλασσα. Ίσως δε θα μάθετε το θάνατό μου, θα ζήστε ακόμη, περιμένοντας ολοένα να έρθω. Αν μάλιστα το θέλη ο Θεός, ίσως και να γιατρευτήτε.

Έκαμα και δυο τρεις γλωσσολόγους. Γλωσσολογικές κουβέντεςκουβέντες κι όχι φιλονικίεςείχαμε κάτω στα χώρα της Αξιάς, κάθε βράδυ στο τραπέζι, με τον καλήτερο απ' όλους τους Χωρεσιανούς. Γνωριστήκαμε στη Σύρα, στο ξενοδοχείο. Πήγαινα στην Πάρο, εκείνος στην Αξιά. Κοίταζε από το παράθυρο και πρόσμενε όλη μέρα να με φέρη το καΐκι, μην τύχη κ' έρθω και δεν πάω στο σπίτι του.

Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γυιο στον Ζ α π τ ι έ, που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλη να μας εύρη τον φονιά! Η καϋμένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω προτήτερα στην Πόλι! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φοραίς κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

Επιτέλους μια μέρα η κυρία, όταν είδε ότι είχα γίνει τελείως καλά, με ρώτησε ποιες ήταν οι προθέσεις μου. Της είπα ότι ήθελα να έρθω εδώ, στις θείες μου τις οποίες είχα παρουσιάσει σαν ευκατάστατες. Τότε μου αγόρασαν το εισιτήριο για το ταξίδι και μου χάρισαν και ένα ποδήλατο. Κατάλαβα ότι ήταν καιρός να φύγω και αναχώρησα. Έτσι ήρθα εδώ. Πόσο ένοιωσα ελεύθερος στην αρχή!

Αν είμαι νευρικός ακόμα, αν δε σε κρατώ μαζή μου, αν σου φάνηκα, τόσο κακός, είναι γιατί από στιγμή σε στιγμή περιμένω την κόρη μου. Λέλα, καλή μου Λέλα, αν ήξερες .. . ΛΕΛΑΠριν έρθω εδώ επάνω, μάθε το Τάσσο, ήξερα πως η Δώρα δεν είναι μαζή σου. Την είδα, μου τη δείξανε μέσα στη βάρκα. Η βάρκα ήρθε κοντά στη ξηρά και πάλι μάκρυνε προς το πέλαγος. Βρήκα τη στιγμή για νάρθω επάνω.

Επάλαιψες από την αυγή ως το βράδυ. Περσότερο δεν ημπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνη; Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά... — Γυναίκα, παιδιά!... εψιθύρισε, σαν να το άκουε πρώτη φορά. Η τύχη τους ήταν κι' εκεινών. Εφτώχηνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω περισσότερο... Να ρημάξω κι' άλλα; Ως τόσο εσηκώθηκεν ορθός. — Τράβα, μου λέγει, και θα έρθω.

Δείχνοντας τον, ρώτησε, «Κύριε, αυτός τι θα κάνει;» Η απάντηση ανέκοψε την επιπόλαιη περιέργειά του. «Εάν θελήσω να χρονοτριβήσει μέχρι να έρθω, τι σε αφορά εσένα αυτό; Εσύ να Με ακολουθήσεις.» Ο Πέτρος δεν τόλμησε να τον ρωτήσει περισσότερα και η απάντησηπου ήταν επίτηδες ασαφήςοδήγησε σε μεγάλη παρεξήγηση διαδεδομένη στην αρχική εκκλησία, ότι ο Ιωάννης δεν επέπρωτο να πεθάνει μέχρι να έλθει ο Χριστός.

ΓΙΑΓΙΑ Πού το έλπιζα, παιδί μου, να σε ξαναϊδώ! ΣΤΑΥΡΟΣ Καθήστε γιαγιά μου. Μην κλαίτε. Δεν κάνει να κλαίη κανείς άμα είναι στα χρόνια σας. Σε περίμενε το σπίτι, ο δρόμος, η χώρα, όλα σε περίμεναν. ΣΤΑΥΡΟΣ Σας πιστεύω, σας πιστεύω . . Κι αφού με περιμένατε δεν είτανε δυνατό παρά να έρθω μια μέρα . . . Έμαθες, Σταύρο, το θάνατό της;

Πριν πιάσουν οι ζέστες, και έπειτα το φθινόπωρο είναι ωραία στη σκιά εκεί πάνω! Και τη νύχτα; Το φεγγάρι μας κρατά συντροφιά σαν νύφη και τα καρπούζια εδώ κάτω στο περιβόλι μοιάζουν τότε σαν κρυστάλλινες φούσκες.» «Ναι, καμιά φορά θα έρθω», υποσχέθηκε ο Τζατσίντο κατεβαίνοντας με σβελτάδα από το ποδήλατο σαν πουλί.