United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι εγέλασαν διά την επιτυχή γελοιογραφίαν και έλεγαν ότι επόμενον ήτο πρώτη η Σπυριδολενιά ν' αναγνωρίση τον βαφτιστικόν της, όπως τον παρουσίασεν ο Αστρονόμος. Αφήσαντες δε τα αινίγματα ήρχισαν να ομιλούν περί του Μανώλη, ο οποίος από τινος καιρού παρείχε πολλήν ύλην εις ομιλίας. Τω όντι ο Πατούχαςόπως τον απεκάλουν πλέον όλοιεφαίνειο διηνεκώς ως μεθυσμένος, ενώ πολύ σπανίως έπινεν.

Ήτο την πρωίαν του Αγίου Νικολάου, και οι δύο φίλοι, ως είπομεν, ήσαν μαλλωμένοι. Ο Πέτρος είξευρεν ότι, αφού τα είχε χαλασμένα με τον Αποστόλην, ούτος θα έκαμνε τας επισκέψεις μόνος του, αυτός δε, ξυπόλητος όπως ήτον και απεριποίητος, «αζήλευτος», δυσκόλως θα ετόλμα να εισέλθη εις τας οικίας, και δεν θ' απήλαυε πολλά κεράσματα, ούτε θα έπινεν αρκετά ποτά χωρίς να πληρώση.

Ιδού δε και με ποίαν τάξιν εκυβέρνα τα πράγματα· άμα εξημέρονε, μέχρι της ώρας καθ' ην η αγορά πληρούται ανθρώπων, διεξεπεραίου προθύμως τας υποθέσεις τας οποίας τω υπέβαλλον· έπειτα έπινεν, έσκωπτε τους συμπότας και εφαίνετο φιλοπαίγμων και μάταιος.

Οπόταν ο βασιλεύς με τον βεζύρην του έτρωγαν, δύο κορασίδες ωραίες επρόσφεραν του καθενός από μίαν κούπαν από αγάθην, γεμάτην από γλυκύτατον κρασί· και είχαν την επιστασίαν να τες κρατούν πάντοτε γεμάτες. Η Κυρία με όλον που δεν έπινεν, η μυρωδιά τής έκανε το ίδιον αποτέλεσμα, που έκανε των άλλων.

Πολλοί δε από τους συμμαθητάς μου, και ιδίως εκ των μεγάλων, διηγούντο περίεργα και παράδοξα δι' αυτόν πράγματα, τα οποία είχον μάθει, φαίνεται, και αυτοί από τους γονείς των. Είς εδιηγείτο, ότι τόσην είχε δύναμιν ο υψηλός εκείνος και σωματώδης άνθρωπος, ώστε έθραυε τραπέζια με τον γρόνθον του. Άλλος, ότι έτρωγεν ολόκληρον αρνίον και έπινεν οκάδας χωρίς να πάθη τίποτε.

Έν και μόνον την ημέραν έπινεν. Όταν έγεινε δώδεκα χρόνων ο Στάθης, ο πρωτότοκος, ο πατήρ του τον απέσυρεν από το σχολείον, διά να μάθη την πατρώαν τέχνην. Πλην μόλις έμαθε κάτι τι ο Στάθης, και του ήλθεν έρως να γείνη ναυτικός. Τρία έτη ύστερον, όταν έφθασεν εις την αυτήν ως ανωτέρω ηλικίαν ο Θανασάκης, ο δεύτερος υιός, τότε τον εσχόλασε και αυτόν από τα γράμματα, και τον «έστρωσε» στην τέχνην.

Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει. κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος• και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, 95 τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε•

Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110 και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι, εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο, του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος• κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115 'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις, και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη; ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω, οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120

Επιστρέψας ούτω εις την Ελλάδα, άλλοτε μεν ύβριζε τους Ηλείους, άλλοτε δε παρεκίνει τους Έλληνας να επαναστατήσουν κατά των Ρωμαίων και άλλοτε άνθρωπον εξέχοντα διά την παιδείαν και τα αξιώματα, όστις πολλάς ευεργεσίας έκαμεν εις την Ελλάδα και νερόν διωχέτευσεν εις την Ολυμπίαν και έπαυσαν οι πανηγυρισταί να φλέγωνται υπό της δίψης, κατηγόρει ως εκθηλύναντα τους Έλληνας, διότι έπρεπε ν' αφήση τους θεατάς των Ολυμπιακών αγώνων να εγκαρτερούν εις την δίψαν και μάλιστα ν' αποθνήσκουν πολλοί εξ αυτών εκ κακών νοσημάτων, τα οποία πριν ένεκα της ξηρότητος του τόπου επεκράτουν πολυπληθή• και ενώ έλεγε ταύτα έπινεν από το νερόν εκείνο.