United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στη στενόχωρη αυλή θρήνοι ακούονταν, λυγμοί αντηχούσαν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, καυτήριο εκυλούσε το δάκρυ. Ο καπετάν Ξυρίχης δεν ημπορούσε να υποφέρη περισσότερο την αμφιβολία του.

Να! . . . μου έδωκε το σημείο ο Άι-Γιάννης, είπε μέσα της σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια . . . Τι λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς της Περιβολούς, αν ίσως έπεφταν μέσ' στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν! . . . Να ιδούμε, έχει νερό; Πλησιάσασα έκυψε, και είδεν ότι η στέρνα ήτο σχεδόν γεμάτη· ως δύο τρίτα οργυιάς νερού.

Κι' εκεί ένα βαθυγράσιδο μέσα έφτιανε μετόχι, 550 που θεριστάδες, τροχιστά στα χέρια τους δρεπάνια βαστώντας, δώσ' του θέριζαν· κι' απ' τις χουφτιές λες άλλες έπεφταν χάμου απανωτές στη γης αράδα αράδα, άλλες πάλε έπαιρναν γοργοί δετάδες ναν τις δέσουν. Τρεις οι δετάδες π' όριζαν· και τα παιδιά από πίσω 555 δίχως να στέκουν αγκαλιές το χόρτο κουβαλούσαν κι' έδιναν πάντα.

Ο Έφις ένοιωθε οργή γι’ αυτή την απάτη και, όταν τα νομίσματα έπεφταν στο καπέλο του συντρόφου του, κοκκίνιζε γιατί του φαινόταν ότι κορόιδευε κι εκείνος τους σπλαχνικούς. Και τα κέρματα έπεφταν, έπεφταν. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι υπήρχαν τόσοι φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι στον κόσμο.

Από τις αθάνατες κορφές του Βελουχιού, που χάνουνταν πέρα μέσα σε μολυβένια σύγνεφα, κατέβαιναν κι έπεφταν στον κάμπο, έσχιζαν τους δρόμους μπλούκια, μπλούκια, οι βλάχοι με τις φαμελιές τους φορτωμένες τα βυζασταρούδια τους, τα ρούχα τους και τις σκάφες τους γυρίζοντας τόρα στα χειμαδιά τους με κατακόκκινα μάγουλα, κι ολόδροση θωριά, καλοθρεμμένοι στα κρύα νερά των βουνών όλο το καλοκαίρι.

Χριστιανοί, μη βλέπετε στο πρόσωπό μας δυο φτωχές υπάρξεις, πιο θλιβερές και από τα φύλλα που πέφτουν, πιο βρώμικες και από τους λεπρούς. Να δείτε στο πρόσωπό μας τα όργανα του Κυρίου που θέλει να συγκινήσει τις καρδιές σαςΤα χάλκινα νομίσματα έπεφταν μπροστά τους σαν σκληρά, ηχηρά άνθη.

Τότες του λέει η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα «Ναι, αδέρφι, μούκαναν πολλά κι' η μάννα κι' ο πατέρας, πολλά οι συντρόφοι, κι' έπεφταν στα πόδια μου ένας ένας, 240 να μείνω αφτού· τόσο όλοι τους τον τρέμουν· μα η καρδιά μου στα στήθια μέσα πήγαινε να σπάσει από λαχτάρα.

Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάσητον πατέρα. κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι σιμάτον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, 'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, του στέρεου μεγάρου τουτον θυροπαραστάτη 120 το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, κ' έζωσ' ευθύςτους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125

Κι' οι σκλάβες, πούχαν πάρει οι διο αντάμα πολεμώντας, ξεφώνισαν απ' τον καημό των σπλάχνων τους, κι' όξω όλες τρέξανε αμέσως γύρω του χτυπώντας με τα χέρια 30 τ' αφράτα στήθια, κι' έπεφταν λιγόθυμες μια μια τους. Θρήναε και του Νεστόρου ο γιος δακρολογώντας δίπλα, κι' ενώ εκεινού η αντρόπλαστη βόγκαε καρδιά, τα χέρια τού βάσταε, μπας και το λαιμό θερίσει με το λάζο.

Βέλη, δόρατα και σούβλες των θυμάτων, μαχαίρια από εκείνα που σφάζουν τους ταύρους, έπεφταν εμπρός εις τα πόδια του. Εκεί να έβλεπες τι πηδήματα τρομερά έκαμνε διά να προΦυλαχθή.