United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι, και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη, εις ώφυιας σχήμα• κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα. κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του• 355

Κ' η γις για χατήρι των Νυμφών έκρυψεν όλα τα κομμάτια κ' εφύλαξε τη μουσική και με τη θέληση των Μουσώνε βγάνει φωνή και τα μιμιέται όλα, καθώς τότες η κόρη, θεούς, ανθρώπους, όργανα, θεριά· μιμιέται και τον ίδιο τον Πάνα, όταν παίζη το σουραύλι· κ' εκείνος, άμα τ' ακούση, πετιέται και τρέχει κατά τα όρη, όχι από πόθο να τήνε συναπαντήση, μόνο για να μάθη ποιος είναι ο κρυμμένος μαθητής.

Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, καθ' ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης έκρυψεν επιτηδείως τας δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειαις, λέγων ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος.

Δεν τα έκρυψεν ο πατήρ σου διά να τα μεταχειρισθής συ όπως θέλεις. ― Το εσκέφθην πολύ πριν το αποφασίσω, αλλ' είμαι βέβαιος ότι δεν δυσαρεστώ του πατρός μου την ψυχήν μεταχειριζόμενος ούτω την κληρονομίαν του, και ότι από την μητέρα μου ευχάς μόνον και ευλογίας θ' ακούσω, όχι παράπονα.

Ότε ο ήλιος ανέτειλεν, εφορτώθημεν τους κοφίνους εκ νέου και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας, εισήλθομεν δε άνευ δυσκολίας εις το χωρίον κατηυθύνθημεν προς την οικίαν του Ζενάκη. Δεν έκρυψεν ούτος την ευχαρίστησίν του ότε με είδεν εις την αυλήν του. ― Καλώς τον, ανέκραξε ! Τα εκαταφέραμεν λοιπόν χωρίς να σκαλώσωμεν ; Και ιδών όπισθεν μου τον Γιάννην με ηρώτησε τις είναι.

Αι αδελφαί μου περιεκύκλωσαν την μητέρα κλαίουσαι, ο δε πατήρ μου έκρυψεν εντός των χειρών το πρόσωπον, και η Ανδριάνα έδακνε τα δάκτυλα της, κ' εγώ ησθάνθην την καρδίαν μου αναβαίνουσαν εις τον λαιμόν μου, και τους οφθαλμούς μου θολούς, και ήτο γενικός ο θρήνος και ο κοπετός υπό την ελαίαν, ήτις μας εσκίαζεν.

Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το βάρος πως το έσφαξε.

Δεν είπες ότι εκεί κατοικεί; — Είπα προς εκείνο το μέρος, δεν είπα εις ποιο κελλί. — Α, έκαμεν ο ξένος πεισθείς. Λοιπόν δεν το ειξεύρεις. — Τώρα είπες την αλήθειαν. — Αλλ' ειμπορείς να το μάθης; επανέλαβε μετά τινα σκέψιν. — Ειμπορώ βέβαια. — Και θα με πληροφορήσης; — Σίγουρα. — Ιδού, λάβε τούτο, είπε δίδων αυτώ χρυσούν νόμισμα. Ο Τρέκλας το έλαβε, το έψαυσε, και το έκρυψεν εις την ζώνην του.

Ευρίσκοντο εις μεγάλην αμηχανίαν, όταν εμβήκεν. Ο Καραγιάννης . . . — Έρχομαι από το σπίτι σου, είπε εις τον Αντωνέλλον. Το αίσθημ' αυτό ο Αντωνέλλος το έκρυψεν εις τα βάθη της καρδιάς του· δεν ωμιλούσε ποτέ δι' αυτό, εμονολόγει μόνον συχνά πυκνά, ευρίσκων ανακούφισιν του πόνου του εις το κρυφόν αυτό παραλήρημα . . .

Ώθησε δε τον Βούγκον προς την θύραν και εβίασε αυτόν να εξέλθη, μηδέν εννοούντα. Αφού εξήλθε και ούτος, έσπευσεν ο Πρωτόγυφτος ν' αποσπάση μίαν πλίνθον εκ της καμίνου, ης το μυστικόν ήτο εις αυτόν μόνον γνωστόν, και έκρυψεν εκεί τα αστράπτοντα φλωρία. Είτα έλαβε την φιάλην του οίνου μετά του ποτηρίου και εξήλθε.