United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συνέπεσε δε η μετάκλησίς του να γίνη συγχρόνως με την μετάβασιν των συμμάχων, πλην των εκ της Πελοποννήσου στρατιωτών, προς το μέρος των Αθηναίων ένεκα του προς αυτόν μίσους. Και εκείνον μεν δεν αποστέλλουν πλέον άρχοντα, στέλλουν δε τον Δόρκιν και άλλους τινάς μετ' αυτού, έχοντας όχι πολύ στράτευμα, προς τους οποίους όμως δεν αφήκαν πλέον οι σύμμαχοι την αρχηγίαν.

Μολαταύτα το τελευταίο του φρούριο το Κάρχαιξ αντέχει ακόμη, γιατί δυνατά είναι τα τείχη του, και δυνατή είναι η καρδιά του γυιού του, του Καερντέν, του καλού ιππότη. Μα ο εχθρός τους τσιτώνει ολοένα και πεινάνε: θα μπορέσουν να βαστήξουν πολύ ακόμη;» Ο Τριστάνος ρώτησε πόσο μακρυά ήτανε το φρούριο του Κάρχαιξ. «Άρχοντα, δυο μίλλια μοναχά». Χωρίστηκαν και κοιμήθηκαν.

Ο Τριστάνος της έλεγε: «Βλέπεις αυτές της ωραίες μπούκλες; είναι του Ντενοαλέν. Σου πήρα εκδίκηση απάνω του. Ποτέ του πεια δε θ' αγοράση ούτε θα πουλήση θώρακα ούτε κοντάρι! — Καλά, άρχοντα. Αλλά τεντώστε το τόξο σας, παρακαλώ. Θάθελα να ιδώ αν τεντώνεται εύκολα». Ο Τριστάνος το τέντωσε μ' έκπληξι, χωρίς να καταλαβαίνη καλά.

είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει, αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός. -Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει εκείνον που διώρισε ο θεός», ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά: «Ποιος είν' αυτός που αδιάντροπα πλανάει τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά

Αλλά από τα ράμφη τους ξέφυγε μια μακρυά γυναικεία τρίχα, πειο λεπτή από κλωστή μεταξωτή, και λαμπρή σαν ακτίνα του ήλιου. Ο Μάρκος, παίρνοντάς την στα δάκτυλά του, εκάλεσε μέσα τους βαρώνους και τους είπε: «Για να σας κάμω τη χάρι, βαρώνοι, θα πάρω γυναίκα. Μόνον όμως αν θέλετε να ζητήστε εκείνη που διάλεξα. — Και βέβαια θέλουμε, ωραίε άρχοντα. Ποια διάλεξες λοιπόν;

Άρχοντα Τριστάνε, ο Θεός να σας βοηθήση· γιατί εχάσατε τούτον τον κόσμο και τον άλλο. Όποιος προδίνει τον κύριό του, τον διαμελίζουν με δυο άλογα, ή τον καίνε στην πυρά, και όπου πέση η στάχτη του τίποτε πεια δε φυτρώνει, και τ' όργωμα μένει μάταιο. Τα δέντρα κ' η χλόη μαραίνονται. Τριστάνε, δώσε πάλι τη Βασίλισσα σε κείνον που την πήρε γυναίκα, κατά τον νόμο της Ρώμης.

Αχ νάθελ' είμουνα έτσι νιος και να βαστούσα ακόμα 670 σαν όταν πιάσαμε σπαθί εμείς με τους Ηλιώτες από βοϊδαρπαγή, κι' εγώ τον άξιο τ' Απερόχου γιο σκότωσα, τον Τυμονιά, ένα άρχοντα του τόπου, ζητώντας πίσω ξεζημιά. Τι εγώ μ' αφτό το χέρι τον κάρφωσα ενώ γλύτωνε τα βόδια του, και χάμου 675 έπεσε, κι' όλο σκόρπησε των χωριανών το πλήθος.

Και όλοι μεν του πεζικού οι σύμμαχοι εξέλεξαν στρατηγόν τον Αριστέα, του δε ιππικού τον Περδίκκαν, όστις είχεν αποστατήσει, ευθύς πάλιν από των Αθηναίων και είχε συμμαχήσει μετά των Ποτειδαιατών, καταστήσας εις την θέσιν του άρχοντα τον Ιόλαον.

Τι η Ήρα φέβγει τρέχοντας οχ του βουνού την άκρη και στ' Άργος κουβαλιέται εφτύς, που τ' άρχοντα Στενέλου, 115 γιου του Περσέα, εκεί ήξερε τη λυγερή γυναίκα. Αφτή είχε αγόρι στη κοιλιά εφτά μετρώντας μήνες, κι' όξω στο φως τής τόβγαλε, κι' εφταμηνίτικο έτσι, και της Αλκμήνης σταματάει τη γέννα και τους πόνους.

Όχι, άρχοντα Τριστάνε, δεν θα επιχειρήστε αυτήν την παράτολμη εκδρομή. Θα πάω εγώ αντί για σας: γνωρίζω καλά τους ανθρώπους του Παλατιού. — Αφήστε, ωραίε άρχοντα Ογκρίν. Η Βασίλισσα θα μείνη στο ερημητήριό σας. Μόλις πέση η νύχτα θα πάω μαζύ με τον ιπποκόμο μου, ο οποίος θα φυλάξη το άλογό μου». Όταν το σκοτάδι κατέβηκε στο δάσος, ο Τριστάνος πήρε δρόμο μαζύ με τον Γκορνεβάλη.