United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι και του γέρου μου μαθές τρανό χρωστιούνταν χρέος, τέσσερα τρεξεμιά άλογα κι' οι άμαξες που πήγαν να παραβγούν· γιατί είτανε να τρέξουν για τριπόδι, 700 μα εκεί τα κατακράτησε ο βασιλιάς Αβγείας, κι' έδιωξε απέ τον αμαξά που θρήναε τ' άλογά του.

Κι' οι αμαξάδες σάστισαν, σαν είδαν πως η φλόγα 225 αδάμαστη τρομαχτικά στην κόμη του από πάνου πήδαε· κι' η κόρη του Διός τη φούντωνε η Παλλάδα. Τρεις άγρια χούγιαξε φορές απάνου απ' το χαντάκι, και τρεις κουβάρια γίνηκαν και Τρώες και συμμάχοι. Τότες και δώδεκα αρχηγοί σκοτώθηκαν απ' όπλα 230 κι' από δικές τους άμαξες.

Πώς ήταν τούτο το καλό; Κάθισμα φέρε, Ευνόη, και βάλε και προσκέφαλο. ΓΟΡΓΩ Ωραία! ΠΡΑΞΙΝΟΗ Κάθισε τώρα. ΓΟΡΓΩ Τι τράβηξα ως που νάρθω εδώ! πώς γλύτωσα δεν ξέρω. Τι κόσμος και τι άμαξες! ένα σωρό στρατιώτες· όπου κι αν στρέψης για να 'δής, παντού χλαμύδες βλέπεις. Κι ο δρόμος είν' ατελείωτος και το δικό σου σπίτι ώρες μακρυά απ' το σπίτι μου.

Πώς πέφτει αχόρταγη φωτιά μες σ' ακόφτονε λόγγο· 155 παντού κλωθόστριφτη ο βοριάς τήνε φυσάει, κι' οι θάμνοι σύριζα πέφτουν, τι μ' ορμή τους συνεπαίρνει η φλόγα· έτσι έρηχνε τ' Ατρέα ο γιος τα παλικάρια χάμου καθώς μπροστά του φέβγανε, κι' άτια πολλά βαρβάτα άδιες λαλούσαν άμαξες, ζητώντας αμαξάδες, 150 μες στου πολέμου τα στρατιά· μα αφτοί είταν ξαπλωμένοι χάμου, πολύ πιο ορεχτικοί για όρνια πάρα τέρια. 162

Κάρα και αμάξια, άμαξες και σούστες, άλογα με μπρούζινα κουδούνια στο λαιμό, άλλα φορτωμένα ξύλα μεγάλα, άλλα γυρίζοντας από τους μύλους φορτωμένα αλέσματα, άλογα της καβάλλας, βώδια και γαϊδουράκια, μουλάρια φορτωμένα κάρβουνα και κοπάδια πρόβατα και γίδια, πλημμύριζαν τους χαρωπούς αυτούς δρόμους.

Με τη βόλτα, η κάπως πικρή ευθυμία των συντρόφων του πέρασε και στον Τζατσίντο. «Πάμε στο θέατρο, θείε Πιέτρο; Αυτή την ώρα στις πόλεις της Ιταλίας αρχίζει η ζωή και η διασκέδαση. Μπροστά από τα θέατρα περνούν πολλές άμαξες, σαν μαύρο ποτάμι. Βλέπει κανείς ακόμη και κυρίες να κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους….» Ο Μιλέζος γέλασε τόσο που τον έπιασε λόξιγκας.