United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιούτος λοιπόν είναι ο μέσος, αδιάφορον αν ονομάζεται επιδέξιος ή ευτράπελος. Ο δε βωμολόχος είναι κατώτερος από τον γελοίον και δεν αφίνει απείρακτον ούτε τον εαυτόν του ούτε τους άλλους, αρκεί να προξενήση γέλωτα, και λέγει πράγματα από τα οποία κανέν δεν ημπορεί να ειπή ο χαριτωμένος, μερικά δε ούτε να τα ακούση. Ο δε αγροίκος εις τοιαύτας συναναστροφάς είναι άχρηστος.

Τω όντι η Μάρω εκ της βίας είχε λησμονήσει εις τον πύργον το κεντητόν σεγούνι της και ήτο μόνον με την μακράν υποκαμίσαν της, μεταξωτήν και χρυσοκέντητον εις τα άκρα και περί τον τράχηλον, οπόθεν προέκυπτεν ως αφρός γάλακτος από καρδάρας, ο χαριτωμένος κόλπος της. — Μα συ, πώς κάνεις εσύ; είπεν ο Γιάννος εν απορία. — Εγώ; δεν κρυόνω· δεν βλέπεις; φωτιές πετάνε τα χέρια μου.

Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, 235 'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα, και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη. άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας, των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος.

Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.

Πώς! είναι ο πιο χαριτωμένος από τους βασιλιάδες και πρέπει να πιούμε στην υγειά του. — Ω! με πολλήν ευχαρίστησι, κύριοι. Και ήπιε. — Αυτό φτάνει, του είπαν, ιδού εσείς στήριγμα, υπερασπιστής, ήρως των βουλγάρων! Εκάματε την τύχη σας και εξασφαλίσατε τη δόξα σας. Του βάζουν αμέσως τα σίδερα στα πόδια και τον πάνε στο σύνταγμα.

Βεβαίως σας φαίνεται ότι αυτός ο ποιητής μας ήτο πολύ χαριτωμένος. Και βεβαίως και άλλα μέρη από τα ποιήματά του πολύ χαριτωμένα εξετάσαμεν, όμως ας μην είναι πολλά. Διότι ημείς οι Κρήτες δεν μεταχειριζόμεθα τόσον πολύ τα ξενικά ποιήματα. Τόρα όμως φαίνεται ότι καλά επικυρώνει τον λόγον σου, διότι μας επανέφερε την μυθολογίαν εις την αρχέγονον κατάστασιν.

Επομένως δεν πρέπει όλα να τα παρουσιάζη εις την κωμωδίαν. Διότι το περίπαιγμα είναι ένα είδος ύβρεως, οι δε νομοθέται απαγορεύουν μερικά πράγματα να τα υβρίζωμεν. Ίσως όμως έπρεπε να απαγορεύουν και το περίπαιγμα. Και λοιπόν ο χαριτωμένος και φιλελεύθερος, τοιούτος θα φανή, και θα είναι τρόπον τινά νόμος εις τον εαυτόν του.

Γένος που μπορούσε ακόμα να βγάζη ανθρώπους καθώς ο Αθανάσιος κι ο Βασίλειος, δίχως άλλο φύλαγε μέσα του μεγάλη δύναμη για καλό, μεγάλα μελλούμενα. Άλλο παράδειγμα, ο Γρηγόριος. Νους αν όχι τόσο Σωκρατικός καθώς ο Βασίλειος, χαριτωμένος όμως, κ' ίσως ίσως και πιο ρωμαίικος. Τότες που ξαναβγήκε στον κόσμο από τ' αναχωρητήρι του Βασιλείου, δεν έμεινε μέσα στην οχλοβοή και καιρό.

Όπου ρουφάει το μελίσσι ρουφάω κ' εγώ· μονιάζω μέσα στο λούλουδο· αυτού κοίτομαι την ώρα, που σκούζ' η κουκουβάγια. Στης νυκτερίδας τον ώμο πετώ προς το καλοκαίρι χαρούμενα· χαρούμενος, χαρούμενος μέλλει να ζω αποκάτου εις τάνθι που κρέμετ' από το κλαδί. ΠΡΟΣΠ. Και τι! αυτός είναι ο χαριτωμένος μου Άριελ!

Τους ιστορούσε κάποτες ή τους περγελούσε ο Φιλόστρατος, ο Δίωνας, ο χαριτωμένος ο Λουκιανός. Μα πού να ξολοθρέψουν τόσα θεριά δυο τρεις άνθρωποι! Κατάντησε τη χώρα όλη να τη μαυροσκεπάσουν ταμέτρητά τους κοπάδια! Ύστερ' από τους Ρωμαίους τους μεγιστάνες, αυτούς προσκυνούσανε στα Ολύμπια. Όλος ο πλούτος στα χέρια τους καταστάλαξε, αφού λέξη δε βγάζανε δίχως βαρειά πλερωμή.