United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του έδειξε μεταξύ των άλλων εκτεταμένον ελαιώνα και με θλίψιν του διηγήθη ότι το κτήμα εκείνο ανήκεν εις ένα θείον του προ του 21, αλλά σήμερον ήτο τουρκικόν. Κάποιος γιανίτσαρος είχε φονεύσει τον θείον και κατέλαβε το λιόφυτον. Διά τούτο ο Σαϊτονικολής «τώχε στο μάτι», ελπίζων να το ανακτήση μίαν ημέραν.

Η γυναίκα του αρχηγού των κλεφτών έλαβεν ευσπλαγχνίαν εις εμέ, και ήλθε προς το βράδυ και με έλυσεν από το δένδρον, και δίδοντάς μου ένα παλαιόν φόρεμα και καμπόσον ψωμί μου είπε· πιάσε τούτην την στράταν και φεύγα το συντομώτερον, διατί σαν γυρίση ο άνδρας μου θέλει σε φονεύσει. Εγώ ευχαρίστησα την ευεργέτιδά μου και μισεύοντας επεριπάτησα όλην την νύκτα χωρίς να χάσω την οδόν που μου έδειξε.

Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι• του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο 395 χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει• κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης, ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος. τότεαυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε• «Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει• 400 και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης• αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα• και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν, πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω. και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». 405

Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275 ζορίζομαι, ως μου μέλλονταντον κόσμο να πλανώμαι. εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε μετο πλοίο, μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».

Ένας Θραξ ακροβολιστής τους είχε φονεύσει και τους δύο δι ενός κτυπήματος εις την μάχην την γενομένην παρά τον ποταμόν Αράξην εναντίον του βασιλέως της Καππαδοκίας. Ο Αρσάκης, ως διηγείτο, έτρεχε, εξορμήσας πολύ προ των άλλων• ο δε Θραξ τον ανέμενε και προβαλών την ασπίδα απέκρουσε το κοντάρι του Αρσάκη, έπειτα δε διευθύνας εκ των κάτω την λόγχην διεπέρασε και αυτόν και τον ίππον.

Μη φοβάστε... Καλά. Θα τα βρούμε σίγουρα. «Ες άρτι φανερόν γέγονε το ρήμα τούτο », είπέ ποτε εν απορία ο Μέγας Μωυσής. Είχε φονεύσει τον Αιγύπτιον προς χάριν των αδελφών του, και οι αδελφοί του τον εφοβέριζον και τον επότιζον πικρίας. — Πώς το έμαθες; ποιος σου το είπε; ηρώτησεν απορών ο Νικολός. — Μην τα ρωτάς... Θα τα βρούμε, σας λέω.

Ότε δε οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν εις την Ποτίδαιαν, πόλιν της Μακεδονίας, συνεξεστράτευσε και ο Σωκράτης μετά του φίλου του Αλκιβιάδου. Αμφότεροι κατά την μάχην ηνδραγάθησαν· αλλ' ο νέος Αλκιβιάδης πληγωθείς έπεσεν· οι δε εχθροί βεβαίως ήθελον αιχμαλωτίσει ή φονεύσει αυτόν, αν ο Σωκράτης γενναίως δεν διεκινδύνευε την ιδίαν αυτού ζωήν προς σωτηρίαν του φίλου του.

Επειδή δε προ ετών είχε φονεύσει ακουσίως ένα χριστιανόν, είχε μεταβή εις το Άγιον Όρος και έγεινεν ασκητής· εκείθεν επανελθών προ ολίγου καιρού είχεν αρχίσει να διδάσκη, προσπαθών να επαναγάγη τους Μωαμεθανούς της Κρήτης εις την θρησκείαν, εξ ης οι πρόγονοί των είχαν αποσκιρτήσει. Αι γυναίκες, αίτινες είχαν πλησιάσει και ηκροώντο τα λεγόμενα, εσταυροκοπήθησαν ψιθυρίζουσαι: — Δόξα νάχης, Θε μου!

Ευθύφρων. Αλλά φρονώ, ω Σώκρατες, ότι δι' αυτήν την πράξιν μου κανείς από τους θεούς δεν φιλονικεί ο ένας με τον άλλον, ότι δεν πρέπει δηλαδή να τιμωρήται εκείνος ο άνθρωπος, που ήθελε φονεύσει κανένα άλλον αδίκως. Σωκράτης.

Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων• έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185 ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια• ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη, 'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος• τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα•