United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας ρίξουμε και παραμέσα στον καφενέ μια ματιά. Κοίταξέ τους· κάθουνται σα χορτασμένοι κροκόδειλοι στον άμμο του ποταμού. Τσιμουδιά λέξη, κι ανοιχτό στόμα. Λες και φωτιά να πάρη το χτίριο, δε θα σαλέψουνε. Να μη γελαστή όμως κεφάλι και σκύψη μπροστά τους! Χαπ, — και το χάφτουνε. Βυθίζουνται κατόπι μέσα στα θολωμένα νερά τους, και το καταπίνουν.

Αφού είνε άνθρωπος και την παραβάλλεις προς την Αφροδίτην και την Ήραν, τι άλλο κάνεις παρά εξευτελίζεις τας θεάς; Εις τας τοιαύτας συγκρίσεις εκείνο το οποίον σμικρύνεται περισσότερον δεν είνε μικρότερον, αλλά το μεγαλείτερον, το οποίον αναγκάζομεν να εξισωθή προς το μικρότερον• εάν βαδίζουν ομού δύο άνθρωποι, εκ των οποίων ο μεν έχει πολύ υψηλόν το ανάστημα, ο δε είνε πολύ μικρόσωμος, και θελήσωμεν να τους εξισώσωμεν, ώστε να μη φαίνεται ο είς υψηλότερος του άλλου, τούτο δεν θα κατορθωθή διά της προσπαθείας του μικροτέρου, και εάν ούτος αρχίση να βαδίζη ακροποδητί• διά να φανούν ίσοι πρέπει να σκύψη πολύ ο υψηλότερος και να συμμαζευθή καθ' υπερβολήν.

Μια τέτοια θύμηση είναι γεμάτη νοσταλγική μελαγχολία, που μοιάζει με τόνειρο της κόρης, που περιμένει τον ιππότη ναρθή μια μέρα και να σκύψη να της ψιθυρίση ταξίματα υπερβολικής ευτυχίας. Η μελαγχολία αυτή μοιάζει με το αίστημα του νέου, που ακούει στις φλέβες του τα μηνύματα θριάμβων που προσμένει.

Αλλ' όταν μίαν φοράν, ο ιερεύς ηρώτησε: 'Σ τα ζωντανά ή 'ς τα πεθαμένα; Εφάνη εις την δυστυχή χήραν ως προσβολή, και έκτοτε δεν του ξαναείπε τίποτε. Τα τελευταία έτη η δυστυχία την είχε παρά πολύ καταβάλει την γηραιάν καπετάνισσαν. Επ' εσχάτων έπεσαν και τα πάκια της, την ημέραν που έπεσε και μια μεγάλη δοκός από του γηραιού ερειπίου, και δεν ημπορούσε πλέον να σκύψη παντελώς.

Αρνήθηκε να σκύψη το γόνα στον Βάαλ, και στο τέλος, κι αν ακόμα το λεπτό πνεύμα του ανθρώπου δεν επαναστατούσε ενάντια στις θορυβώδεις βεβαιώσεις του ρεαλισμού, το ύφος του θ' αρκούσε, μοναχό του αυτό, να κρατήση σε σεβαστήν απόσταση τη ζωή. Μ' αυτό φύτεψε γύρω στον κήπο του ένα φράχτη γεμάτο αγκάθια κι ολοκόκκινον από θαυμάσια τριαντάφυλλα.

Χωριάτης βλέπεις εγώ, παλιογεωργός· εκείνοι ναυτικοί, αγριοδέλφινοι. Τι έχει να κάμη μία λεύκα με το λάπατο; πώς θα σκύψη από τον τόσον ψήλο να ιδή τα πόδια της; Ούτε μ' ελογάριαζαν στη συντροφιά τους. Τα ναυτόπουλα μ' εκύταζαν με τόση έκπληξι σαν να έλεγαν: — Μωρέ πού βρέθηκε αυτό το ξωτικό!

Εγώ νέα ήθελα, πάντοτε νέα, με ακμή και δύναμη και τελειότητα πάντοτε, τόμο απάνουτον τόμο που να έχη ένα σκοπό, να εξυπηρετή μίαν ιδέα, ν' αποτυπώνη πιστά και καθαρά και μεγάλα μίαν εποχή ολάκερη. Ο σημερινός έλλην καλλιτέχνης, σε όποιον κλάδο και αν ανήκη, βρίσκεται πάντα μέσα σε θησαυρόν ατελείωτο και δεν χρειάζεται παρά να σκύψη για να γεμίση τους κόρφους του.

Κι αν υπάρχη κάτι, που δεν μπορεί να το αποφασίση κανείς άλλος, παρά μόνος του ο καθένας, είναι δίχως άλλο το ζήτημα αν πρέπη να σκύψη σ' ένα βέβαιο θάνατο, ή ναναλάβη έναν αγώνα, για να κερδίση ίσως τη ζωή. Όπως έβλεπα μπροστά μου εκεί την Έλσα, μου φαινότανε τόσο κοντά, μα και τόσο μακριά ταυτόχρονα.